Του Δημήτρη Καζάκη
Μετά τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας συγκυβέρνησης ένα είναι βέβαιο, το βασικό μέλημα της ληστοσυμμορίας που ανέλαβε τα ηνία της διακυβέρνησης είναι να ξεπουλήσει, αφενός, ότι έχει και δεν έχει το δημόσιο και, αφετέρου, να βάλει χέρι στην μικρή και μεσαία ιδιοκτησία των ελλήνων πολιτών. Είναι σίγουρο ότι πολύ σύντομα η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού θα κληθεί να υπερασπιστεί ότι της έχει απομείνει. Όχι μόνο τη δουλειά και το πενιχρό μεροκάματο με το οποίο παλεύει να επιβιώσει, αλλά και την ιδιοκτησία που έτυχε να διαθέτει. Εκτός από την απόλυση και την ανεργία, ήδη ο εφιάλτης της αναγκαστικής κατάσχεσης ακόμη και του πιο πενιχρού περιουσιακού στοιχείου έχει ήδη στοιχειώσει τη μέση ελληνική οικογένεια.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία (eurostat) σχεδόν το 70% των νοικοκυριών στην Ελλάδα έφτασε να δαπανά περί το 40% των μηνιαίων οικογενειακών του εξόδων σε τραπεζικές υποθήκες και δάνεια, ενώ ένα ακόμη 35% πηγαίνει στην εφορία. Με το υπόλοιπο καλείται να τα φέρει βόλτα, όταν οι ανάγκες διατροφής της μέσης οικογένειας στην Ελλάδα απορροφούν πάνω από 30% των μηνιαίων οικογενειακών εξόδων.
Μπορεί να τα βγάλει πέρα κανείς υπό αυτές τις συνθήκες; Όχι. Όμως αυτό δεν πειράζει γιατί η κυβέρνηση έχει ήδη εξαγγείλει μια νέα ευρύτερης κλίμακας φοροεπιδρομή με στόχο, όπως πάντα, την «πάταξη της φοροδιαφυγής». Ο λόγος είναι απλός. Θέλουν να βάλουν χέρι στην μικρή και μεσαία ιδιωτική περιουσία. «Πρέπει να πάψει να υπάρχει αυτή η αναρχία με την σκόρπια ακίνητη ιδιοκτησία», έλεγε τις προάλλες ένας μεγαλοκαρχαρίας, από αυτούς που για χρόνια λυμαίνονται τις κρατικές εργολαβίες και συντηρούν τα χρεοκοπημένα κόμματα του ελληνικού
κοινοβουλίου. Καταλαβαίνετε τι θα πει αυτό; Θα φροντίσουν με την φορολογία και τις τράπεζες να ξεκληρίσουν την μικρή και μεσαία ιδιοκτησία στο όνομα της φοροδιαφυγής και της καταπολέμησης της αυθαιρεσίας. Η μικρή και μεσαία ιδιοκτησία ισοδυναμεί με «αναρχία», αλλά οι πολύ μεγάλες ιδιοκτησίες, οι αναπλάσεις ολόκληρων περιοχών με όρους σύγχρονων λατιφούντιων και φέουδων ιδιωτών επενδυτών και «εταιρειών ανάπτυξης», ισοδυναμεί με «εξορθολογισμό».
Με την τρόικα να ζητά άμεσα την ανάκληση της αναστολής κατασχέσεων, ή έστω την μη περαιτέρω ανανέωσή της πέραν του τέλους του τρέχοντος έτους, αλλά και με τις τράπεζες να δηλώνουν έτοιμες να διαχειριστούν τις χιλιάδες κατασχέσεις ακινήτων ανά μήνα, τα πράγματα είναι πια ξεκάθαρα. Άλλωστε η άναρχη και εκτεταμένη ιδιωτική μικρή και μεσαία ιδιοκτησία αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην μετατροπή της Ελλάδας σε Ελ Ντοράντο Βιομηχανικών ΑΠΕ με αυθαίρετα αιολικά πάρκα και εκτάσεις επί εκτάσεων φωτοβολταϊκών. Μπορεί ο μέσος Έλληνας να έχει αποδεχτεί ως αναπόφευκτη την ανεργία του ίδιου και των παιδιών του, να θεωρεί ότι μπορεί να ζήσει με τα μεροκάματα εξαθλίωσης για δουλειές χωρίς μέλλον, να μην τον νοιάζει και πολύ ο αναγκαστικός ξενιτεμός των παιδιών του στα σκλαβοπάζαρα του εξωτερικού, αλλά τώρα καλείται πια να υπερασπιστεί το ίδιο το σπίτι του, το χωράφι και το πατρικό του στο χωριό, τις ίδιες τις ρίζες του σ’ αυτόν τον τόπο όπου κάθε προσφερόμενος κάμπος, οροπέδιο, βουνοκορφή και ακτογραμμή πρόκειται να παραδοθεί σε αετονύχηδες για εκμετάλλευση με πρόσχημα την «ανάπτυξη».
Υπάρχει ζωή, αν τα χάσουμε όλα αυτά;
Υπάρχει ζωή, αν τα χάσουμε όλα αυτά;
Βέβαια, το πότε θα αρχίσει η μαζική σφαγή είναι θέμα πολιτικής απόφασης. Όχι τόσο του αυγουλομάτη πρωθυπουργού, αλλά των αφεντικών του από το εξωτερικό. Περιμένουν πότε και το τελευταίο κομπόδεμα των ελληνικών νοικοκυριών θα εξαντληθεί, πότε ο μέσος Έλληνας θα αναφωνήσει «τετέλεσται» σαν Χριστό πάνω στον σταυρό και τότε θα αρχίσει το μεγάλο πλιάτσικο. Μέχρι τότε ετοιμάζουν τον μηχανισμό, σφίγγουν τις βίδες της μέγγενης που ονομάζεται εφορία, λιτότητα, ανεργία οδηγώντας εκατοντάδες χιλιάδες στην εξαθλίωση μήνα το μήνα, εθίζουν το θύμα τους στην μόνιμη παρουσία αποικιακών «συμβούλων» σαν τον Ράιχενμπαχ, ή σαν τον Φούχτεν, ώστε να συνηθίζει στην ιδέα ότι η χώρα είναι ευρωπαϊκό προτεκτοράτο και επομένως δεν μπορεί να γίνει τίποτε χωρίς να το θελήσουν οι επικυρίαρχοι και παρατηρούν αντιδράσεις.
Να το δούμε πιο πρακτικά το όλο θέμα. Πόσοι από εμάς έχουμε την δυνατότητα να πληρώσουμε την εφορία φέτος; Με τα επίσημα στοιχεία πάνω από το 40% των φορολογουμένων δεν έχει την δυνατότητα να τακτοποιήσει τις οφειλές του στην εφορία. Η πραγματικότητα είναι ότι το ποσοστό αυτό είναι πολύ ψηλότερο, γιατί με την ανεργία, τις τραγικές μειώσεις του εισοδήματος στην πλειοψηφία των νοικοκυριών και την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας έχει παρουσιαστεί κι ένα νέο είδος νεόπτωχου, αυτού που μπορεί να διαθέτει ακίνητη περιουσία και μάλιστα σχετικά σημαντική, αλλά αδυνατεί να εξασφαλίσει την καθημερινή του επιβίωση. Δεν σας απασχόλησε ποτέ το ερώτημα γιατί συνεχίζουν να επιβάλλουν φορολογικά μέτρα όταν ξέρουν ότι ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό αδυνατεί να ανταποκριθεί; Θα μου πείτε ότι υπάρχει και η διευκόλυνση. ‘Έως πότε; Τι θα γίνει όταν τον επόμενο χρόνο πολλαπλασιαστεί η οφειλή χάρις στις νέες φορολογικές απαιτήσεις; Κι όπως νομίζει ότι θα γλυτώσει, ή ότι κάπου εδώ θα σταματήσει αυτό το βιολί, είναι γιατί δεν έχει αντιληφθεί τι σημαίνει «πρωτογενές πλεόνασμα» στον κρατικό προϋπολογισμό σε συνθήκες τέτοιας ύφεσης και τέτοιας δημόσιας υπερχρέωσης. Όσο κυνηγάνε οι κυβερνώντες το «πρωτογενές πλεόνασμα» σ’ αυτές τις συνθήκες, οι φόροι και οι εκποιήσεις ποτέ δεν θα είναι αρκετοί.
Τι μπορεί να κάνει ο μέσος Έλληνας μπροστά στο άμεσο ενδεχόμενο να τα χάσει όλα; Μπορεί κάλλιστα να το αποδεχτεί ως αναπόφευκτο και να ετοιμάζει τα μπογαλάκια του για άλλη γη. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη λύση: Να ασκήσει το δικαίωμά του στην αντίσταση, που αποτελεί μια από τις πιο θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας στην πράξη.
Τι σημαίνει αυτό; Φανταστείτε ότι κάποιος απειλεί την ζωή τη δική σας και των δικών σας, έχετε το δικαίωμα να αντισταθείτε σε μια τέτοια απειλή; Και βέβαια το έχετε, λέγεται δικαίωμα αυτοάμυνας. Τι γίνεται όμως όταν αυτός που απειλεί τη ζωή σας είναι η ίδια η κυβέρνηση και οι μηχανισμοί της; Έχετε δικαίωμα αντίστασης και αυτοάμυνας; Οι οπαδοί του ολοκληρωτισμού και της απολυταρχίας με κοινοβουλευτικό μανδύα ή χωρίς, ισχυρίζονται ότι το κράτος έχει το μονοπώλιο της ασκούμενης βίας. Κι επομένως όταν απειλείται η ζωή του πολίτη από τις αυθαιρεσίες της κυβέρνησης δεν έχει παρά να υποταχτεί, ή έστω να κινηθεί με βάση τη δικαιοσύνη. Η θεωρία αυτή δικαιολόγησε όλες τις χούντες και τα φασιστικά καθεστώτα στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ευρώπης. Παρόλα αυτά εξακολουθεί να κυριαρχεί στις νομικές σπουδές και στις πρακτικές της διακυβέρνησης.
Τι γίνεται όμως όταν η δικαιοσύνη ελέγχεται και μάλιστα στον βαθμό που ελέγχεται η δικαιοσύνη στα ανώτερα κλιμάκιά της στην Ελλάδα; Από πού ξεκινά και που τελειώνει το δικαίωμα στην αντίσταση ενός πολίτη, ιδίως όταν απειλείται η ίδια η ζωή του από την αυθαιρεσία της κυβέρνησης και του κράτους; Τις εποχές που το συνταγματικό δίκαιο αποτελούσε έναν από τους πιο σημαντικούς προμαχώνες της δημοκρατίας, η απάντηση στο ερώτημα αυτό ήταν απλή και διαυγής. Να τι έγραφε στα 1879 ένας από τους επιφανέστερους συνταγματολόγους της Ελλάδας, ο Θεόδωρος Φλογαίτης:
«Αυτή η φύσις, αυτό το αίσθημα της εαυτού σωτηρίας υπαγορεύει εις τον άνθρωπον την προστασίαν της ζωής και της ελευθερίας αυτού (του συνόλου των ατομικών ελευθεριών) κατά της παρανόμου επιθέσεως των άλλων. Αλλά το φυσικόν τούτο δικαίωμα καθιέρωσαν ως νόμιμον του πολίτου δικαίωμα και πάσαι αι ποινικαί νομοθεσίαι υπό το όνομα της αμύνης (ημέτερος ποινικός νόμος δια του αριθμού 99). Αλλ’ αν κατά παντός επιτρέπηται η άμυνα ως μέσον υπερασπίσεως των δικαίων ημών, επιτρέπεται και κατ’ εξουσίας ανόμως επιτιθεμένης. Η εξουσία, ως αντιπροσωπική της κοινωνίας αρχή, αντλούσα την ύπαρξιν και την δύναμιν αυτής εκ του μόνου του πολιτεύματος και των νόμων, είναι ώσπερ εικός σεβαστή, εν όσω εκπληροί τον εφ’ ω ετάχθη σκοπόν, εν όσω δηλονότι εν τω μέτρω της δυνάμεως αυτής προασπίζει τας ατομικάς του πολίτου ελευθερίας εμμένουσα εν τοις διαγραφομένοις αυτή ορίοις υπό του πολιτεύματος και των νόμων. Αλλ’ άμα εξερχομένη των ορίων τούτων, άμα αντιστρατευομένη εις τα υπαγορεύσεις του πολιτεύματος και των νόμων, αποβάλλει και το εξ αυτών αντλούμενον δικαίωμα της υπάρξεως αυτής ως εξουσίας και την δύναμιν αυτής, παρίσταται δε εις τους οφθαλμούς του πολίτου ως επιδρομεύς ληιζόμενος τα νόμιμα αυτού δικαιώματα. Εκ τούτου η ελευθερία της αντιστάσεως, άμυνα δηλαδή κατά παρανόμου επιθέσεως της αρχής.»
Και συνέχιζε:
«Αλλ’ η ατομική αύτη ελευθερία είναι και πλείστου αξία συμπληρωματική πολιτική ελευθερία, διότι συντελεί τα μάλιστα εις την εδραίωσιν των πολιτικών ελευθεριών, του νομίμου δηλονότι χειρισμού των συνταγματικών εξουσιών. Όταν εις την εξουσίαν διατελή εκ των προτέρων γνωστόν, ότι οι πολίται δεν θέλουσι καταβάλει φόρους μη νομίμως εψηφισμένους υπό της νομοθετικής εξουσίας, ότι δεν θέλουσι συγκατατεθη εις την άθεσμον αυτών σύλληψιν και φυλάκησιν, ότι θέλουσιν αποκρούσει την βίαν του χωροφύλακος προς παρμπόδισιν της ασκήσεως του εκλογικού αυτών δικαιώματος, δεν αποτολμά να προβή εις την επιζητουμένην απορρόφησην, ή, αν αποτολμήση, συνετίζεται εγκαίρως και υποστρέφει εις το σημείον της νομιμότητος… Δια της ενασκήσεως της ελευθερίας της αντιστάσεως δεν επιζητείται η ανατροπή των καθεστώτων ή η πτώσις της παρανόμου εξουσίας, αλλ’ η αποτυχία της κατά τινος του πολίτου ή ομάδος πολιτών δικαιώματος, ανήκοντος αυτοίς εκ του νόμου, επιθέσεως της εξουσίας, αθεσμίως ενεργούσης.»[1]
Με άλλα λόγια, το δικαίωμα της αντίστασης, ή αλλιώς – όπως το αναφέρει ο Φλογαίτης – η «ελευθερία της αντιστάσεως», είναι αναφαίρετο από κάθε μεμονωμένο πολίτη, ή ομάδα πολιτών. Πότε ασκείται; Όταν ο πολίτης νιώθει απειλή για την ζωή του από μια κυβέρνηση που αυθαίρετα νομοθετεί και εισπράττει φόρους, ασκεί καταστολή και ποινικοποιεί την διαμαρτυρία, ή την αδυναμία συμμόρφωσης με την αυθαιρεσία των κυβερνώντων. Όταν νιώθει ότι απειλείται όταν μια κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει όρια δικαίου και συνταγματικής τάξης. Όποιος απαρνηθεί το δικαίωμα αυτό, χάνει την ιδιότητα του πολίτη και μετατρέπεται σε υπεξούσιο, σε δούλο.
Ήδη από την εποχή του Τζον Λοκ ήταν καθαρό ότι «ούτε ο άνθρωπος, ούτε η κοινωνία έχουν την εξουσία να παραδώσουν την αυτοσυντήρησή τους, και συνεπώς και τα μέσα αυτοσυντήρησή τους, στην απόλυτη βούληση και την αυθαίρετη κυριότητα κάποιου άλλου. Οποτεδήποτε κάποιος επιχειρήσει να τους υποδουλώσει, θα έχουν πάντοτε το δικαίωμα να διατηρήσουν ό,τι δεν έχουν την εξουσία να απεμπολήσουν και να απαλλαγούν από όσους παραβιάζουν αυτόν τον θεμελιώδη, ιερό και αμετάβλητο νόμο της αυτοσυντήρησης, για χάρη του οποίου εισήλθαν στην κοινωνία.»[2]
Και σε κάποιο άλλο σημείο τόνιζε: «Αν ένας ληστής μπει βίαια στο σπίτι μου και την απειλή του μαχαιριού στο λαιμό μου με εξαναγκάσει να θέσω τη σφραγίδα μου σε έγγραφα που του εκχωρούν την περιουσία μου, θα του έδινε αυτό οποιοδήποτε νόμιμο τίτλο; Ακριβώς τέτοιο τίτλο, που αποσπάται με το ξίφος, έχει ο άδικος κατακτητής, όταν με εξαναγκάζει να υποταχθώ. Η αδικία και το έγκλημα είναι ταυτόσημα, είτε διαπράττονται από έναν εστεμμένο είτε από έναν μικροκατεργάρη.
Ο τίτλος του εγκληματία και το πλήθος των ακολούθων του δεν διαφοροποιούν το έγκλημα, το κάνουν μόνο σοβαρότερο. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι μεγάλοι ληστές τιμωρούν τους μικρούς για να τους κρατούν υπάκουους, αλλά οι μεγάλοι ανταμείβονται με δάφνες και θριάμβους, διότι είναι πολύ μεγάλοι για τα αδύνατα χέρια της δικαιοσύνης σ’ αυτόν τον κόσμο και έχουν στην κατοχή τους την εξουσία που οφείλει να τιμωρεί τους εγκληματίες.»[3]
Και σε κάποιο άλλο σημείο τόνιζε: «Αν ένας ληστής μπει βίαια στο σπίτι μου και την απειλή του μαχαιριού στο λαιμό μου με εξαναγκάσει να θέσω τη σφραγίδα μου σε έγγραφα που του εκχωρούν την περιουσία μου, θα του έδινε αυτό οποιοδήποτε νόμιμο τίτλο; Ακριβώς τέτοιο τίτλο, που αποσπάται με το ξίφος, έχει ο άδικος κατακτητής, όταν με εξαναγκάζει να υποταχθώ. Η αδικία και το έγκλημα είναι ταυτόσημα, είτε διαπράττονται από έναν εστεμμένο είτε από έναν μικροκατεργάρη.
Ο τίτλος του εγκληματία και το πλήθος των ακολούθων του δεν διαφοροποιούν το έγκλημα, το κάνουν μόνο σοβαρότερο. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι μεγάλοι ληστές τιμωρούν τους μικρούς για να τους κρατούν υπάκουους, αλλά οι μεγάλοι ανταμείβονται με δάφνες και θριάμβους, διότι είναι πολύ μεγάλοι για τα αδύνατα χέρια της δικαιοσύνης σ’ αυτόν τον κόσμο και έχουν στην κατοχή τους την εξουσία που οφείλει να τιμωρεί τους εγκληματίες.»[3]
Υπάρχει διαφορά όταν οι κυβερνώντες είναι εκλεγμένοι και αυθαιρετούν ψηφίζοντας νόμους που παραβιάζουν ακόμη και το πιο στοιχειώδες δικαίωμα της αυτοσυντήρησης; Δεν υπάρχει καμιά διαφορά. Δεν έχει σημασία πόσα τυπικά δικαιώματα αναγνωρίζονται στους πολίτες και στο λαό. Κι όπως ο Ελβετός συνταγματολόγος Ντελόμ έλεγε χαρακτηριστικά: «Όμως όλα αυτά τα προνόμια του Λαού, εκτιμώμενα αυτά καθαυτά, δεν είναι παρά αδύναμες άμυνες ενάντια στην πραγματική δύναμη αυτών που κυβερνούν. Όλες αυτές οι διατάξεις, όλα αυτά τα αμοιβαία Δικαιώματα, προϋποθέτουν αναγκαστικά ότι τα πράγματα παραμένουν εντός της νόμιμης και καθιερωμένης πορείας τους: τι θα σήμαινε για την επιβίωση του Λαού, αν κάποτε ο Πρίγκιπας, ξαφνικά απελευθερωνόταν από όλους τους περιορισμούς και εγκαταλείποντας τις διατάξεις του Συντάγματος, δεν θα σεβόταν πλέον ούτε το πρόσωπο, ούτε την περιουσία των υπηκόων του και δεν θα έπαιρνε υπόψη του τις δεσμεύσεις του έναντι του Κοινοβουλίου του, ή επιχειρούσε να του επιβάλει την θέλησή του; Θα σήμαινε αντίσταση.»[4]
Δεν έχει καμιά σημασία αν στη θέση του Πρίγκιπα υπάρχει μια κυβέρνηση που χρησιμοποιεί ως επιχείρημα νομιμοποίησης της αυθαιρεσίας και της απειλής που συνιστά για την αυτοσυντήρηση και την επιβίωση των πολιτών, την ψήφο τους ή την πλειοψηφία του κοινοβουλίου. Το δικαίωμα της αντίστασης είναι αναφαίρετο «φυσικό δικαίωμα» και ταυτίζεται με το δικαίωμα της αυτοάμυνας καθενός πολίτη. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο όταν υπάρχει τυπική κατάλυση δικαιωμάτων, αλλά ακόμη κι όταν – ιδίως όταν – ο νόμος και γενικά η δικαιοσύνη έχει αποξενωθεί από την λαϊκή θέληση. «Είναι πιθανό ότι σε καταστάσεις κρίσης και νομικής αστάθειας να έχουμε περισσότερους λόγους για να εφαρμοστεί ο νόμος αμείλικτα: θέλουμε το νόμο να αποκτήσει τη δύναμη που δεν έχει. Θέλουμε να ριζώσει στις συνήθειες του καθενός. Θέλουμε να δώσουμε στη νομική ζωή μας, μια για πάντα, κάποια προβλεψιμότητα. Ωστόσο, εξαρτάται από το είδος της κρίσης που αντιμετωπίζουμε. Στην πραγματικότητα, στο μυαλό μου, η αντίδρασή μας θα πρέπει να είναι ριζικά διαφορετική, αν η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε είναι μια νομική αποξένωση, με άλλα λόγια, μια κατάσταση όπου ο νόμος δεν αποτελεί περισσότερο ή λιγότερο μια πιστή έκφραση της βούλησης μας ως κοινότητα. Αντ 'αυτού, εμφανίζεται ως ένα σύνολο κανόνων ξένων ως προς τα δικά μας σχέδια και προγραμματισμό, το οποίο επηρεάζει τα πιο βασικά συμφέροντα της πλειοψηφίας του πληθυσμού που συμβαίνει να βρίσκεται υπό την επιβολή του. Εάν η νομική κρίση μας έχει να κάνει περισσότερο με αυτή την τελευταία κατάσταση, τότε φαίνεται να είναι άδικο να αντιμετωπιστούν όλες τις παραβιάσεις του νόμου όπως σαν να πρόκειται για άτομα που θέλουν να επωφεληθούν από τις προσπάθειες των άλλων. Αντίθετα, πολλές από αυτές τις παραβιάσεις θα μπορούσαν να είναι κατανοητές και, ενδεχομένως, αξιοσέβαστες αντιδράσεις που πραγματοποιούνται από ορισμένες ομάδες όταν αντιμετωπίζουν έναν νόμο που άδικα τις αγνοεί και τις αποκλείει. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η έμφαση στην απαρέγκλιτη εφαρμογή του νόμου δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πράξη ακραίου δογματισμού – καθαρή αδικία – η οποία καταλήγει να γυρίζει το νόμο ανάποδα. Αντί για τη διάσωση εκείνων που είναι θύματα του νόμου, επιβάλλεται κανόνας που αποσκοπεί στην κακομεταχείριση τους…» Σε τέτοιες περιπτώσεις αποξένωσης του νόμου «τελευταίο καταφύγιο» των πολιτών είναι το δικαίωμα στην αντίσταση.[5]
Όταν ακούς σήμερα τους ντόπιους στα οροπέδια των Χανίων που περικλείονται από τις Σφακιανές Μαδάρες, που ποτέ κατακτητής δεν πάτησε, να λένε ότι μόνο με τα όπλα βρήκαν το δίκιο τους, όταν με κανέναν άλλο τρόπο, ή προσφυγή, δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τις πολυεθνικές των ΒΑΠΕ (Βιομηχανικές Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) από το να τους κλέψουν τον αέρα, τον ήλιο, το νερό και τον τόπο τους, τότε ξέρεις πως δεν αργεί η ώρα που ο καθένας από εμάς, ο κάθε νοικοκύρης αυτού του τόπου θα κληθεί να απαντήσει. Θα επιτρέψει ο φοροεισπράχτορας, ο τραπεζίτης και ο επενδυτής να του στερήσουν τα λιγοστά του υπάρχοντα και έτσι να του στερήσουν το δικαίωμα στη ζωή, ή όχι; Οι ίδιες οι συνθήκες επιβάλουν να πούμε όχι. Είναι θέμα προσωπικής αξιοπρέπειας, είναι το τελευταίο καταφύγιο της δημοκρατίας: η άσκηση του δικαιώματος της αντίστασης. Ένα δικαίωμα που ασκείται πιο αποτελεσματικά όταν ασκείται συλλογικά.
Σε συνθήκες όπου σου στερούν το δικαίωμα στην ζωή, στην αυτοσυντήρηση, στην περιουσία και στον τόπο σου, ο καθένας από εμάς έχει το δικαίωμα της αντίστασης. Κι όσο το ξεπούλημα θα προχωρά, όσο οι κυβερνώντες και τα αφεντικά τους θα συνεχίζουν τον εξανδραποδισμό ενός ολόκληρου λαού, τόσο το δικαίωμα της αντίστασης θα γίνεται ολοένα και πιο καθολικό.
Πρώτο βήμα η οργάνωση στη γειτονιά με τρεις βασικούς στόχους:
(α) Την κοινωνική αλληλεγγύη με δεσμούς που δεν επιτρέπουν στην κοινωνία να γίνει υποχείριο της εντεταλμένης φιλανθρωπίας των κοινωνικών παντοπωλείων, των συσσιτίων και των άλλων εκδηλώσεων υπέρ των αναξιοπαθούντων. Συνεταιρισμοί, δίκτυα υποστήριξης και αλληλεγγύης σε κάθε γειτονιά είναι η απάντηση του κινήματος αντίστασης.
(β) Συγκρότηση επιτροπών και ομάδων δράσης ανά γειτονιά ενάντια στις εφορίες και τις τράπεζες. Κανένας δεν πρέπει να χάσει το σπίτι του, ή να οδηγηθεί στην απόγνωση και την απελπισία επειδή χρωστάει. Το χρέος πρέπει να μεταφερθεί στην κυβέρνηση και στους τραπεζίτες με κάθε πρόσφορο μέσο και τρόπο.
(γ) Σχηματισμός ομάδων λαϊκής περιφρούρησης ανά γειτονία με σκοπό να μην επιτρέψουν να διαλυθούν οι συνοικίες από την έξαρση της εγκληματικότητας, αλλά και να μην γίνουν πεδία πρόσφορης δράσης φαιών ταγμάτων εφόδου με την κάλυψη του επίσημου κράτους και παρακράτους.
Για εμάς στο ΕΠΑΜ οι τρεις αυτές κατευθύνσεις που συμπυκνώνονται στο σύνθημα οργάνωση στην γειτονιά, αποτελούν την αιχμή του δόρατος για την δράση με απώτερο σκοπό την ανάδειξη ενός αυθεντικά παλλαϊκού κινήματος, που οφείλει να μετατρέψει το δικαίωμα της αντίστασης ως αφετηριακό παλμό του.
[1] Θεοδώρου Φλογαίτου, Εγχειρίδιον Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνησι, 1879, σελ. 334-37.
[2] Τζον Λοκ, Δεύτερη Πραγματεία Περί Κυβερνήσεως (Μετάφραση, Πασχάλης Κιτρομηλίδης), Αθήνα: Γνώση, 1990, σ. 201-02.
[3] Στο ίδιο, σ. 225-26.
[4] Jean Louis de Lolme, The constitution of England; or, An account of the English government, Halifar, 1822, σ. 295.
[5] Roberto Gargerella, The Last Resort: The Right of Resistance in Situations of Legal Alienation,Yale Law School Legal Scholarship Repository, Yale Law School, 1/1/2003.
0 comments:
Post a Comment