Tου Περικλή Κοροβέση
Η ιστορία του χρέους είναι ένα σχέδιο για να μετατραπεί η Ελλάδα σε αποικία. Και όταν αυτός ο λαός φτάσει στην απόλυτη εξαθλίωση και πτωχεύσει το κράτος, γιατί εκεί μας οδηγεί η Τρόικα Εσωτερικού, τότε,σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, ή κάθε πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας θα περάσει στα χέρια των πιστωτών. Και μπορούμε να φανταστούμε τι μπορεί να είναι αυτά. Από δημόσια-κοινή περιουσία του λαού μέχρι πετρέλαιο και ορυκτό πλούτο. Και ακόμα, από αρχαιολογικούς χώρους μέχρι νησιά φιλέτα.
Αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία της αποικιοκρατίας και ειδικά της Γερμανίας πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα δούμε πολλές ομοιότητες με την πολιτική της Μέρκελ, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τα άλλα αποικιοκρατικά κράτη ήταν καλύτερα. Κατά σύμπτωση, όλα τα πρώην αποικιοκρατικά κράτη είναι ο σημερινός ανεπτυγμένος Βορράς. Ολόκληρη την Αφρική την κόψανε σαν πίτσα, διαλύσανε προηγούμενα
κράτη, κάνανε καινούργια, δώσανε ευρωπαϊκά ονόματα και βάλανε τους αντίστοιχους Σαμαράδες, Βενιζέλους, Κουβέληδες να κυβερνήσουν.
Αν είχαμε μια εθνική κυβέρνηση, όπως η Αργεντινή ή ο Ισημερινός, το πρώτο μέλημα θα ήταν η ευημερία του λαού, άνοδος του βιοτικού επιπέδου μέσα από μια ανάπτυξη της οικονομία με γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα και όχι τα συμφέροντα των τραπεζών. Και το πρώτο πράγμα που θα έκανε, θα ήταν το άμεσο σταμάτημα της πληρωμής του χρέους. Πρώτα απ’ όλα να δούμε πως έγινε το χρέος, ποιο είναι το πραγματικό και ποιο το απεχθές. Στον Ισημερινό το 75% του χρέους δεν πληρώθηκε. Και αυτό ήταν τελείως νόμιμο σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Η Γερμανία, αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δήλωσε αδυναμία να πληρώσει το χρέος της. Το χρέος είναι ο σύγχρονος οικονομικός πόλεμος για την κατάκτηση μιας χώρας.
Αποικιοκρατία και εθνική συνείδηση
Πριν από την καταστροφή της χώρας προηγείται η καταστροφή του πολιτισμού της, που είναι άρρηκτα δεμένος με την εθνική συνείδηση, που με τη σειρά της δημιουργεί αντίσταση. Η αποικιοκρατία έγινε στο όνομα του εκπολιτισμού και εκχριστιανισμού των αγρίων και βάρβαρων λαών που κατοικούσαν εκτός Ευρώπης. Και έτσι ολόκληροι πολιτισμοί βρέθηκαν υπό διωγμό ή εξαφανίστηκαν ολοσχερώς. Και αυτό το είδαμε πολλές φορές. Αρχής γενομένης από την αμερικανική ήπειρο και μετά την Ασία και την Αφρική. Και σε αυτή την καταστροφή των πολιτισμών συνηγόρησαν άνθρωποι σαν τον Βίκτωρα Ουγκώ και πολλοί άλλοι.
Η εθνική συνείδηση διαμορφώνεται από τους θεσμούς και τον πολιτισμό μιας χώρας. Όλα αυτά δημιουργούν κάτι κοινό και ο πολίτης αισθάνεται χειροπιαστά πως ανήκει σε μια κοινωνία και την υπερασπίζεται. Η κλασική Αθήνα είχε εθνική συνείδηση. Αυτή των Αθηνών. Οι θεσμοί που είχαν δημιουργηθεί για την άμεση δημοκρατία, οι γιορτές, το θέατρο, οι ναοί, τα έργα τέχνης, κ.λπ., όλα αυτά δημιουργούσαν μια συγκεκριμένη και απτή πραγματικότητα, που την υπεράσπισαν στους Μηδικούς Πολέμους. Αυτή η πραγματική συνείδηση είναι σε πλήρη αντίθεση με τον εθνικισμό που στηρίζεται στη μυθολογία ενός ανύπαρκτου παρελθόντος. Όλοι ξέρουμε πως οι εβραίοι είναι θρησκεία. Δεν είναι φυλή. Εξ ου και μαύροι εβραίοι, και Άραβες και Ρώσοι, Γερμανοί κ.λπ. Ήταν μια καθιερωμένη μονοθεϊκή θρησκεία, πολύ πριν τον χριστιανισμό, ιδιαίτερα επιθετική που είχε φτάσει μακριά. Άρχισε να χάνει έδαφος όταν ο χριστιανισμός καθιερώνεται σαν αυτοκρατορική θρησκεία των Ρωμαίων.
Εθνικισμός από το παρελθόν, τάξεις για το παρόν
Ο εβραϊκός εθνικισμός ψάχνει τις ρίζες του στη Βίβλο που δεν είναι ιστορικό βιβλίο αλλά θρησκευτικό. Εξ ου και οι εβραίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού, άρα ανώτερος από τους άλλους. Πάνω σε αυτήν την πατέντα κινούνται όλοι οι εθνικισμοί. Ψάχνουν ρίζες σε ένα μυθικό παρελθόν και η φυλή μένει αναλλοίωτη διά μέσου των αιώνων. Πάντα είναι ανώτερη από τους άλλους και συχνά είναι αυτοί οι εκλεκτοί του Θεού. Αντίστοιχος μύθος είναι και ο τρισχιλιετής πολιτισμός μας, που ήρθε μέχρι τις μέρες πετώντας πάνω από τρεις αυτοκρατορίες. Τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή και την οθωμανική.
Εντούτοις μπορούμε να μιλήσουμε για εθνική συνείδηση, αφού πρώτα την περάσουμε από ένα ταξικό φίλτρο. Και ας πάρουμε το παράδειγμα των Ινδιών. Είχε την ίδια συνείδηση ο μαχαραγιάς με τις δέκα Ρολς-Ρόις με τους ανέγγιχτους που πέθαιναν από πείνα; Ο πρώτος είχε αγγλική συνείδηση. Η κατώτερη κάστα είχε συνείδηση πως ήταν φτωχός, επειδή ακριβώς ήταν Ινδός. Και πάνω σε αυτήν τη συνείδηση ο Γκάντι ένωσε τους Ινδούς εναντίον της βρετανικής κατοχής.
Στην Ελλάδα πιστεύω πως ένας θεμελιωτής της εθνικής λαϊκής συνείδησης είναι το ρεμπέτικο τραγούδι ή αστικό λαϊκό τραγούδι. Απ’ ό,τι μας λένε οι ερευνητές, ξεκινάει στα μέσα του 19ου αιώνα για να φτάσει μέχρι τις μέρες μας και ακόμα να τραγουδιέται. Αν πάρουμε σαν δείγμα την εκπομπή «Στην υγειά μας, ρε παιδιά», του Σπύρου Παπαδόπουλου, βλέπουμε να την παρακολουθεί ο απανταχού ελληνισμός. Πράγμα που σημαίνει πως αναγνωρίζουν έναν κοινό τόπο. Αν κοιτάξουμε τώρα λίγο την ιστορία του ρεμπέτικου, βλέπουμε να διαμορφώνεται εκεί που υπήρχε συμπαγής ελληνισμός, εκτός του ελλαδικού χώρου, στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Δύο πολυπολιτισμικές κοσμοπόλεις, που τροφοδοτούσαν ένα καινούργιο ελληνικό μουσικό πολιτισμό και όχι μόνο.
Το κλίμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ευνοϊκό, μια και η δική της κλασική μουσική θεωρείται κληρονομιά για την ανθρωπότητα. Αυτό το τραγούδι μεταναστεύει μαζί με τους πρόσφυγες για να κατακτήσει τις φτωχογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, όπως και των άλλων αστικών κέντρων. Θα μπορούσαμε να λέγαμε πως γίνεται το εθνικό τραγούδι της φτωχολογιάς, την εκφράζει, την περιγράφει και την απελευθερώνει. Τη σμυρνέικη σχολή την ακολουθεί η πειραϊκή σχολή για να περάσουμε μετά στη γενιά του Τσιτσάνη. Και περίπου στη δεκαετία του ‘50 αρχίζει να σβήνει σαν δημιουργία, αλλά όχι σαν απήχηση.
Ποιος φοβάται το ρεμπέτικο;
Το τραγούδι αυτό χτυπήθηκε από την αρχή από τους ευρωπαϊστές, τους φασίστες του Μεταξά και τους κομμουνιστές. Μια άλλη περίεργη τρόικα. Κατά τον Παναγιώτη Κουνάδη, είχαμε “ένα εκατονταετή πόλεμο”. Τελικά, το ρεμπέτικο επιβλήθηκε στη συνείδηση ολωνών μετά το 1950. Και τελικά πέτυχε οριστικό θρίαμβο μετά την πτώση της χούντας και αναγνωρίστηκε διεθνώς σαν ένα από τα σημαντικότερα μουσικά ρεύματα του 20ού αιώνα δίπλα στη τζαζ και τα μπλουζ, το τάνγκο και τα φάντος.
Αν θέλαμε να διαφυλάξουμε αυτόν το μοναδικό πολιτισμό, θα έπρεπε να είχε γίνει «ένας οργανισμός ρεμπέτικου», που να συγκεντρώσει όλο αυτό το υλικό, να κάνει έρευνες και μελέτες και ό,τι άλλο κάνει ένα ερευνητικό ινστιτούτο. Αλλά ό,τι είναι πολιτισμός, έχει πάντα ένα μόνιμο και σταθερό εχθρό: το κράτος. Μα θα μου πείτε, εδώ το λαό του σκοτώνει με φτώχεια και πείνα, τον πολιτισμό του θα σώσει; Ευτυχώς βρέθηκε η ιδιωτική πρωτοβουλία. Άξιοι συλλέκτες και ερευνητές έχουν μαζέψει ένα τεράστιο υλικό, που κανείς δεν ξέρει τι θα απογίνει όταν ο ιδιοκτήτης κάποια μέρα θα φύγει. Όλοι πια έχουν αρχίσει και μεγαλώνουν και τέτοιες σκέψεις είναι μάλλον λογικές.
Νομίζω πως το μεγαλύτερο αρχείο ρεμπέτικων δίσκων, και όχι μόνο, είναι του Παναγιώτη Κουνάδη, που αριθμεί πάνω από δέκα χιλιάδες δίσκους 78 στροφών. Μέρος αυτού του υλικού έχει βγει καθαρισμένο σε CDμε ψηφιακή επεξεργασία. Επανεκδόσεις ρεμπέτικων έχουν γίνει από πολλούς. Δεν είναι όλα της ίδιας ποιότητας. Μια σειρά που ήταν καλή, θα την έλεγα «εγκυκλοπαίδεια του ρεμπέτικου», ήταν αυτή που είχαν εκδώσει τα «Νέα». Ήταν ένα εικοσάτομο έργο με έρευνα και κείμενα του Παναγιώτη Κουνάδη και τη συνόδευαν σαράντα δίσκοι. Τότε αυτά κυκλοφορούσαν παράλληλα και έτσι δεν ήσουν υποχρεωμένος να αγοράσεις την εφημερίδα.
Τα σιντί που χάνονται ξαφνικά
Με τις εφημερίδες του ΔΟΛ έχω ένα πρόβλημα. Τις διαβάζω σαν να περπατάω σε ναρκοπέδιο. Μπορείς να καταπιείς άνετα μια διαστρεβλωμένη είδηση, να φας αμάσητα πολλά κείμενα σκοπιμότητας και όταν ψάχνεις για κάποια στήλη ή για κάποιο ένθετο να μην το βρίσκεις γιατί εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Και το έκοψα το χούι. Αλλά όταν θέλεις να αγιάσεις, ο διάολος δεν σε αφήνει. Ξαναχτυπούν τα «Νέα» πάλι με ρεμπέτικα, αυτή τη φορά σαν ένθετο, πάλι σε έρευνα-κείμενα Παναγιώτη Κουνάδη, όλα ψηφιακά επεξεργασμένα από το μάγο του είδους, Νίκο Διονυσόπουλο. Παίρνω το πρώτο με τη Ρόζα Εσκενάζυ και ήταν σαν να την άκουγα ζωντανή τη δεκαετία του ‘30.
Γυρίζω στο περίπτερο και αγοράζω άλλες τέσσερις εφημερίδες, για να δώσω τους δίσκους σε αντίστοιχους φίλους στο εξωτερικό. Ακολούθησαν δίσκοι με τους Γιώργο Κατσαρό, Μαρίκα Παπαγκίκα, Αντώνη Νταλκά. Και έρχονταν έτσι μια μικρή πολυτέλεια στη μίζερη ζωή που κάνουμε και μου έδινε μεγάλη χαρά. Σπάνιο συλλεκτικό υλικό, δυσεύρετο και απρόσιτο, τώρα το είχες στο χέρι πάμφθηνα μέσα σε μια εφημερίδα. Αλλά το περασμένο Σάββατο εξαφανίστηκε το CDμυστηριωδώς, πάλι χωρίς καμία εξήγηση. Είναι γνωστό πως είχαν δοθεί και άλλα CDμε το αντίστοιχο υλικό και ήταν έτοιμα για εκτύπωση. Τελικά, αν οι εκδότες θέλουν κέρδη, υπάρχουν δουλειές που μπορούν να κάνουν και δεν έχουν κρίση: ναρκωτικά, εμπόριο όπλων, τράφικινγκ γυναικών κ.λπ. Εμάς τι μας θέλουν σαν πελάτες;
1 comments:
Hi greeat reading your blog
Post a Comment