Tο σημερινό είναι το δέκατο τέταρτο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή που μας πέρασε στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ.<Από το χειμώνα τού ‘42 άρχισε να κυκλοφορεί στον κόσμο η φήμη για την Οργάνωση. Κανείς δεν έλεγε τ’ όνομά της και κανείς δεν ήξερε τα μέλη της, όλοι όμως μάντευαν πως ανάμεσά μας υπήρχε και δρούσε κάποια αόρατη δύναμη, που δε λογάριαζε τους Γερμανούς και τα τσιράκια τους.
Πολλά σημάδια μαρτυρούσαν την ύπαρξη και τη δράση της Οργάνωσης. Κάποιες αποδράσεις κρατουμένων μέσα από την Γκεστάπο, η συστηματική διοργάνωση συσσιτίων για τα παιδιά και τους άπορους, η ίδρυση καταναλωτικών συνεταιρισμών σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και τις τράπεζες, το άνοιγμα από άγνωστα χέρια κάποιων κρυφών αποθηκών που ανήκαν σε μαυραγορίτες και η λεηλασία τους από το ανώνυμο πλήθος που ειδοποιημένο από άγνωστα στόματα έτρεξε εν ριπή οφθαλμού, το ξαφνικό ζωντάνεμα συλλόγων που επί χρόνια αδρανούσαν. Έκπληκτος διαπίστωσα πως ο συνήθως λαλίστατος πατέρας μου, που μετά το βραδινό φαΐ σχολίαζε με τη μάνα μου όλα τα γεγονότα της μέρας, έγινε επιφυλακτικός και λιγομίλητος και σε λίγο κι η μητέρα μου μυήθηκε σ’ αυτή τη συνομωσία της σιωπής, αφήνοντας τις αδελφές της παραξενεμένες.
Το καλοκαίρι τού ‘43 άρχισε να μου κάνει παρέα ο Τάκης ο Γιαννακόπουλος, που τον φωνάζαμε Γιαννάκα, συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο. Ήταν ωραίο παιδί, με πλατύ μέτωπο, θεληματικό σαγόνι και γκρίζα μάτια. Ήταν ο τέταρτος και μικρότερος γιος ενός εργολάβου οικοδομών από την Ανατολή. Ο πρώτος και
μεγαλύτερος αδελφός του ζούσε στην Αθήνα και οι δύο μεσαίοι είχαν περάσει στη Μέση Ανατολή.
Ο Γιαννάκας, σα μικρότερος, ήταν το χαϊδεμένο παιδί της οικογένειας αλλά και πολύ αγαπητός στους συμμαθητές μας. Μαζί του δεν είχα ως τότε πολλές φιλίες, γιατί εκείνος μεν ήταν φίλαθλος και ποδοσφαιριστής, με μέτριες επιδόσεις στα μαθήματα, εγώ δε ήμουν αγύμναστος, αντιπαθούσα το ποδόσφαιρο και μου άρεσε μόνο το κολύμπι και η πεζοπορία. Οι διαφορές μας αυτές γεφυρώθηκαν από τη συμμετοχή μας στην κοινή υπόθεση, όταν τελικά μου έσκασε το μυστικό. Μου είπε πως ήταν οργανωμένος σε μια νεολαιίστικη οργάνωση, την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, και μου πρότεινε να οργανωθώ κι εγώ.
Δέχτηκα χωρίς κανένα δισταγμό και το ίδιο βράδυ τα είπα όλα στον πατέρα μου, που αποδείχτηκε πως ήταν απόλυτα ενήμερος της στρατολογίας μου από το Γιαννάκα, μια που αυτή η νεολαιίστικη οργάνωση ανήκε σε μιαν ευρύτερη, στην καθαυτό Οργάνωση, στην οποία ήταν κι ο ίδιος οργανωμένος από τα τέλη τού ‘41: στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Ώστε αυτό ήταν το όνομα της Οργάνωσης: ΕΑΜ.
Όπως γράφω πιο πάνω, κανείς δεν έλεγε το ΕΑΜ με το όνομά του, τουλάχιστον ως τα μέσα τού ‘43. Ο πολύς ο κόσμος ίσως να μην ήξερε στ’ αλήθεια το όνομα, ενώ τα οργανωμένα μέλη, φυσικά, δεν έλεγαν λέξη.
Οι Γερμανοί, που βεβαίως ξέρανε, από όσα γίνονταν στην άλλη Ελλάδα, την ύπαρξη του ΕΑΜ, είχαν φάει τα λυσσακά τους να εξακριβώσουν αν υπήρχε και στο νησί μας. Έτσι όσους πέφτανε στα χέρια τους, για οποιαδήποτε αιτία, δεν παραλείπαν να ρωτάνε αν ήξεραν ή είχαν ακούσει για το ΕΑΜ. Όλοι χωρίς εξαίρεση δήλωναν πλήρη άγνοια. Μια φορά όμως κάποιος, στην τυπική πια ερώτηση:
«Ξέρεις ή έχεις ακούσει τίποτα για κάποιο ΕΑΜ;», απάντησε με μεγάλη προθυμία, «Φυσικά και ξέρω»
«Και ποιοι είναι σ’ αυτό; Πού βρίσκονται, μπορείς να μας πεις;», τον ρώτησαν, μη πιστεύοντας τα αυτιά τους.
«Βεβαίως. Αύριο αν θέλετε πάμε μαζί να σας δείξω.»
Την άλλη μέρα το πρωί, ο τύπος οδήγησε μια κουστωδία ένοπλους γκεσταπίτες στην Απάνω Σκάλα και τους έδειξε ένα κτήριο με την επιγραφή «Εταιρεία Αλιπάστων Μυτιλήνης – ΕΑΜ». «Να εκεί είναι», τους λέει. «Παστώνουν σαρδέλες», προσέθεσε εμπιστευτικά…
Την άλλη βδομάδα ο Γιαννάκας με ειδοποίησε πως την Τετάρτη το βράδυ, 25 Νοεμβρίου 1943 (θυμάμαι ακόμα την ημερομηνία) θα συνεδρίαζε για πρώτη φορά η ομάδα μας. Πήγα με καρδιοχτύπι και με κάποια έξαρση. Θα συμμετείχα σε κάτι πρωτόγνωρο και σημαντικό, που είχε όμως πολλά στοιχεία ρομαντισμού.
Κάτι σα συνομωσία κατά του καταχτητή, κάτι που ανακαλούσε μνήμες από τη Φιλική Εταιρεία.
Συναντηθήκαμε στον Ταρλά και καθώς είχε πέσει το σκοτάδι, για να αναγνωριστούμε σφυρίζαμε μια μελωδία από τον «Πέερ Γκυντ», που την είχαμε ακούσει την προηγούμενη βραδιά, όταν είδαμε στη «Σαπφώ» μια γερμανική ταινία μ’ αυτόν τον τίτλο, που μας άρεσε πολύ, ιδίως η μουσική της. Δεν ήταν η κλασσική μουσική του Γκρηγκ, αλλά κάποια άλλη, σύγχρονη και πολύ όμορφη.
Το ίδιο είχε γίνει με την «Κάρμεν», επίσης γερμανική ταινία, που είχαμε δει δύο χρόνια πιο μπροστά. Και σ’ αυτήν η μουσική δεν ήταν του Μπιζέ, αλλά κάποιου σύγχρονου συνθέτη, ωραιότατη πάντως. Τα τραγούδια της: «Αντόνιο Βάργκα Χερέντια», «Τα κορίτσια της Σιέρρα Μορένα» και άλλα, είχαν γίνει δημοφιλέστατα.
Η συνεδρίαση έγινε στο σπίτι του Χρήστου του Σαραντίδη, που είχε τελειώσει πέρσι το Πρακτικό Λύκειο και τώρα δούλευε ηλεκτροτεχνίτης. Το Χρήστο τον ήξερα ελάχιστα, κυρίως γιατί τον έβλεπα στα εργαστήρια του Μάριου του Κρητικόπουλου ή του Αλέκου του Κοντήβεη, όπου σύχναζε ταχτικά ο πατέρας μου. Από τα άλλα παιδιά της ομάδας, εκτός από το Γιαννάκα, ήξερα μόνο τον Τάκη τον Παπαθανασίου, που τον φωνάζαμε Απτάλη.
Τελευταίος ήρθε ο καθοδηγητής, ο Αντρέας, ένας λεπτός ξανθός νεαρός, γύρω στα είκοσι. Χωρίς καμμιά εισαγωγή μπήκε κατ’ ευθείαν στο θέμα. Μας προσφώνησε «συναγωνιστές», μας εξήγησε τους σκοπούς και τα ιδανικά τής ΕΠΟΝ, μας έδωσε τους κανόνες του συνωμοτισμού και μας έβαλε τα πρώτα καθήκοντα μας, κυρίως να συγκεντρώνουμε πληροφορίες για τις κινήσεις των Γερμανών, για τυχόν συνεργάτες τους και πώς θα οργανώναμε τη διάδοση των ανακοινωθέντων των ξένων ραδιοσταθμών.
Τον παρατηρούσα και τον άκουγα με κάποια απογοήτευση. Περίμενα κάτι το θερμότερο και πιο συναισθηματικό και το κοφτό και απότομο ύφος του, καθώς και τα ψυχρά γκριζογάλανα μάτια του, με απώθησαν. Όταν ο Κώστας τον ρώτησε αν θα μας έδιναν όπλα και αν θα βγαίναμε στο βουνό, του εξήγησε με το ίδιο ύφος πως για την ώρα και με τις δοσμένες πολιτικοστρατιωτικές συνθήκες, τέτοιο ζήτημα δεν μπαίνει για μας.
Ο Κώστας δεν είπε τίποτα, αλλά ζάρωσε λίγο.
(Για την ταινία Κάρμεν, ακριβέστερα Ανδαλουσιανές νύχτες στα γερμανικά ή Carmen la de Triana διεθνώς, και τη μουσική της που γνώρισε απίθανες περιπέτειες, δείτε ένα παλιό θαυμάσιο ποστ του Αλλού Φαν Μαρξ, στο οποίο ακούγεται να τραγουδάει και ο πατέρας μου).
31/07/2012
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
0 comments:
Post a Comment