Του Δημήτρη Καζάκη
Τελικά θα παρθούν πρόσθετα 11,5 δις ευρώ μέτρα δραστικών περικοπών και μειώσεων. Τα μέτρα αυτά υποτίθεται ότι αφορούν την επόμενη τριετία και πρόκειται να επιβαρύνουν με πάνω από 2.800 ευρώ τον ετήσιο προϋπολογισμό του μέσου ελληνικού νοικοκυριού. Ενώ θα ενισχύσουν την ετήσια ύφεση της ελληνικής οικονομίας κατά 2%. Που σημαίνει ότι τα μέτρα αυτά θα συμβάλουν στην αύξηση του αριθμού των ανέργων κατά 100 χιλιάδες κάθε χρόνο, ενώ επιπλέον 200 χιλιάδες θα βρεθούν κάτω από το όριο της απόλυτης εξαθλίωσης σε ετήσια βάση.
Γιατί λοιπόν πρέπει σώνει και καλά να παρθούν αυτά τα μέτρα; Υπάρχει κάποια στοιχειώδης οικονομική λογική πίσω απ’ αυτές τις περικοπές; Όχι, καμιά. Κανένας δεν κάνει τον κόπο να μας εξηγήσει σε τι θα βοηθήσουν την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας αυτές οι πρόσθετες περικοπές.
«Ο Πρωθυπουργός εισηγήθηκε ότι πρέπει να γίνει δεκτή, ως αναγκαία προϋπόθεση για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και τη δυνατότητα περαιτέρω διαπραγμάτευσης, η περικοπή των δημοσίων δαπανών κατά 11,5 δισ. ευρώ. Η εισήγηση αυτή έγινε αποδεκτή» είπε ο υπουργός οικονομικών και γνωστός οικονομικός εκτελεστής κ. Στουρνάρας.
Με άλλα λόγια, όλα γίνονται «για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη» και «τη δυνατότητα περαιτέρω διαπραγμάτευσης». Μάλιστα. Για
να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη θα πρέπει να υιοθετεί καταστροφικά για την οικονομία της και την κοινωνία της μέτρα. Αυτό θα πει τετράγωνη λογική. Όσο για το περίφημο ότι έτσι θα της δοθεί η «δυνατότητα περαιτέρω διαπραγμάτευσης», τι να πει κανείς; Οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους. Τι σημαίνει «διαπραγμάτευση» όταν εκ των προτέρων αποδέχεσαι κάθε αίτημα, κάθε ιδιοτροπία και κάθε διαστροφή του αντίπαλου μέρους;
Σε ερώτηση πότε θα εξειδικευτούν τα μέτρα, ο υπουργός Οικονομικών απάντησε ότι «τώρα θα ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις με την τρόικα», ενώ για το εάν παραμένουν οι κόκκινες γραμμές, είπε: «Δεν μπορώ να σας πω αυτή τη στιγμή διότι επεξεργαζόμαστε το πακέτο. Σας είπα ότι ο βασικός σκοπός είναι η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών επιπτώσεων».
Θαυμάστε διαπραγμάτευση. Δεν τίθενται ούτε καν κόκκινες γραμμές. Ότι μας ζητήσουν, θα το λάβουν, διότι όπως ομολόγησε πρόσφατα και ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Δασκαλόπουλος η Ελλάδα ήταν από την αρχή «απομονωμένη και πειραματόζωο, κατάσταση που συνεχίζεται». Άντε τώρα σ’ αυτή την κατάσταση να διαπραγματευτείς. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να χάσεις τα πάντα. Κι αυτό ακριβώς επιδιώκουν όσοι, ντόπιοι και ξένοι, επιμένουν στον ίδιο αδιέξοδο μονόδρομο.
Ωστόσο, το ζήτημα των 11,5 δις ευρώ περικοπές και μειώσεις παραμένει. Γιατί θα πρέπει να τα υιοθετήσει η ελληνική κυβέρνηση;
Τι θετικό θα προκύψει που θα εξισορροπήσει την συμβολή τους στο βάθεμα της ύφεσης και της κοινωνικής ισοπέδωσης; Διότι, λέει, έτσι θα γίνουμε αξιόπιστοι. Σε ποιους; Στους δανειστές και τις αγορές; Πώς θα γίνει αξιόπιστη μια οικονομία με μέτρα που οδηγούν σε μεγαλύτερη ύφεση; Ένα τέτοιο ερώτημα θα είχε νόημα μόνο αν απευθυνόταν σε καταστάσεις που διέπονται από τους κανόνες της κοινής λογικής. Όμως, οι δανειακές αγορές, που αποτελούν ότι πιο παρασιτικό και αντιδραστικό έχει αναδείξει η παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου, δεν κινούνται με βάση την κοινή λογική, αλλά με την προσδοκία υψηλότερου κέρδους ακόμη και σε συνθήκες απόλυτης κατάρρευσης. Το βασικό τους πρόβλημα είναι να αντλήσουν κέρδος, πρόσθετο κέρδος, ακόμη κι αν χρειαστεί να διαλυθεί ολόκληρη η παγκόσμια οικονομία.
Αυτό παρατηρούμε τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια, όπου η ασυδοσία των αγορών κεφαλαίου και μάλιστα πλασματικού έχει πυροδοτήσει μια παγκόσμια κλιμακούμενη ύφεση από την οποία δεν φαίνεται να ξεμπερδεύει εύκολα καμιά οικονομία του πλανήτη, όσο ανεπτυγμένη κι αν είναι.
Γιατί λοιπόν η Ελλάδα θα πρέπει να γίνει αξιόπιστη κατά τα γουστάρω των αγορών; Υπάρχει βέβαια η άποψη ότι έτσι θα εξασφαλιστεί η «βοήθεια» από την τρόικα για να μην πτωχεύσει η χώρα. Ποια «βοήθεια»; Ξέρετε τώρα, το γνωστό παραμύθι όπως το επαναλαμβάνει για μια ακόμη φορά ο κ. Σαμαράς: Τόνισε ότι προτιμά την απόφαση με τις θετικές συνέπειες, δηλαδή την παραμονή μας στο ευρώ και τη δυνατότητα να κερδίσουμε τη διετή επιμήκυνση, παρά τη βεβαιότητα της αρνητικής έκθεσης και της ρήξης με τους εταίρους που συνεπάγεται τραγικούς κινδύνους, δηλαδή άρνηση εκταμίευσης δόσεων και αδυναμίας πληρωμών των συντάξεων και των μισθών το Σεπτέμβριο. «Η απόφαση αυτή δίνει κλίμα διεθνούς αξιοπιστίας.
Ως πρωθυπουργός έχω το καθήκον και την ευθύνη για την εισήγηση μου. Αν δεν παίρναμε τώρα την απόφαση θα μπαίναμε στην απομόνωση και στις κλειστές πόρτες», είπε συγκεκριμένα ο κ. Σαμαράς. Επί δύο χρόνια τα ίδια και τα ίδια. Το αποτέλεσμα είναι ένα: από το κακό στο χειρότερο.
Πέρα όμως από τους δοσίλογους που έχουν αναγάγει σε κορυφαίο δόγμα την διεθνή αξιοπιστία της χώρας απέναντι σε ότι χειρότερο διαθέτει η παγκόσμια οικονομία, σε ότι πιο παρασιτικό, κερδοσκοπικό και ανήθικο έχει αναδείξει η διεθνής χρηματοπιστωτική αγορά που κινείται με αποκλειστικό κριτήριο το κέρδος όχι από την παραγωγή, αλλά από την απάτη, τον τζόγο, την κερδοσκοπία, την κυβεία με τις τύχες λαών και χωρών, υπάρχουν κι εκείνοι που θεωρούν ότι τα μέτρα είναι αναγκαία γιατί οδηγούν σε πλεονασματικό κρατικό προϋπολογισμό.
Η θέση αυτή προέρχεται περισσότερο από την προτεσταντική θεολογία, παρά από την οικονομική θεωρία και πρακτική. Όποιος γνωρίζει στοιχειωδώς από οικονομικά γνωρίζει ότι αυτή η λογική των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, ειδικά σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης και κρίσης χρέους, έχει αποδειχτεί καταστροφική από την εποχή του μεσοπολέμου. Ας θυμίσουμε ολίγα από τα δημοσιονομικά της Ελλάδας στις παραμονές της προηγούμενης επίσημης χρεοκοπίας της, του 1932.
Όπως τώρα, έτσι και τότε η Ελλάδα, χάρις και στην απροσμέτρητη εθελοδουλία των κυβερνώντων της, είχε τεθεί υπό διπλή κηδεμονία. Από το 1898 υπό καθεστώς Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, ο οποίος είχε δεσμεύσει υπέγγυα έσοδα του ελληνικού κράτους προκειμένου να πληρώνονται οι δανειστές, αλλά και από το 1920 υπό καθεστώς ελέγχου της δημοσιονομικής επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών.
Οι συνταγές που επέβαλαν οι κηδεμόνες της χώρας ήταν ακριβώς οι ίδιες με τις σημερινές. Απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων για να διαπιστωθεί ο «υπερβολικός» αριθμός τους, που τότε μόλις ξεπερνούσε τους 41 χιλιάδες. Και φυσικά πάσει θυσία ισοσκελισμένος προϋπολογισμός.
Από τον πίνακα φαίνεται καθαρά ότι ολόκληρη την δεκαετία 1922-1933 ο κρατικός προϋπολογισμός της Ελλάδας κατόρθωνε και δημιουργούσε πλεονάσματα με εξαίρεση τα έτη χρήσης 1923-24 και 1931-32, το οποίο ήταν και το έτος της επίσημης χρεοκοπίας. Αθροιστικά το περίσσευμα του κρατικού προϋπολογισμού στην περίοδο 1922-1933 ανήλθε κοντά στα 5,2 δις δρχ.. Και λοιπόν; Τι σήμαινε αυτό για το δανεισμό του κράτους; Μήπως μειώθηκε; Μήπως η εθνική οικονομία γνώρισε ορμητική ανάπτυξη; Ούτε κατά διάνοια.
Μάλιστα, αν προσέξει κανείς ο πλεονασματικός προϋπολογισμός είναι μια διαστροφή που κυριαρχεί στα δημοσιονομικά της χώρας από την εποχή που η Ελλάδα γίνεται τυπικά ανεξάρτητο κράτος, αλλά ουσιαστικά είναι υποχείριο των προστάτιδων δυνάμεων και των ξένων δανειστών της. Είναι χαρακτηριστικό ότι το περίσσευμα του κρατικού προϋπολογισμού την περίοδο 1833-1917 έφτασε αθροιστικά στα 364,9 εκατ. δρχ. (δραχμές σταθεροποιήσεως 1930). Έλλειμμα εμφανίζει ο κρατικός προϋπολογισμός την περίοδο 1918-1922 της τάξης των 643,6 εκατ. δρχ., που δικαιολογείται λόγω της εμπλοκής της Ελλάδας στον παγκόσμιο πόλεμο και στην μικρασιατική περιπέτεια.
Η διαστροφή του πλεονασματικού προϋπολογισμού ήταν μια μεταδοτική ασθένεια από τις προστάτιδες δυνάμεις και κυρίως την Αγγλία, οι οποίες από την εποχή του πρωτοκόλλου του Λονδίνου (1832) φρόντιζαν αποκλειστικά και μόνο το πώς θα πληρωθούν οι δανειστές και πώς θα κρατηθεί το ελληνικό κράτος σε κατάσταση χρόνιας χρεοκοπίας.
Ήταν τόσο βάρβαρη και διαστροφική η δημοσιονομική προσαρμογή που απαιτούσαν οι δάνειες δυνάμεις από την Ελλάδα, που ανάγκασαν ακόμη κι έναν αμερικανό οικονομολόγο, τον Λιούις Σάρτζεντ, να γράψει στα 1878: «Η νέα Ελλάδα μπορεί να κάλλιστα να ειπωθεί ότι ξεκίνησε την καριέρα της σε κατάσταση χρεοκοπίας. Κι όμως δεν κατάφερε ποτέ να πληρώσει τα αρχικά της δάνεια, ή έστω να παρουσιάσει ένα αληθινό πλεόνασμα των εσόδων της πάνω από τα έξοδά της. Το γεγονός αυτό θα ήταν μια διαρκής ντροπή γι’ αυτήν εάν θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι οι δαπάνες της ήταν σπάταλες, ή ότι η κυβέρνησή της δεν έκανε καμιά προσπάθεια να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ως έθνος. Όμως δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο.
Οι προϋπολογισμοί της, αν εξεταστούν δεόντως και αναλυθούν κριτικά, αποκαλύπτουν λίγα, έως καθόλου, στοιχεία πάνω στα οποία θα μπορούσε δίκαια να εφαρμόσει ουσιαστικούς περιορισμούς.»[1]
Όσο υπάρχει εξυπηρέτηση χρέους το όποιο πλεόνασμα του προϋπολογισμού είναι εικονικό και δεν επιδρά σημαντικά στο δημόσιο χρέος, διότι πολύ απλά το κράτος χρειάζεται να δανείζεται εκ νέου. Όσο δανείζεται η εκάστοτε κυβέρνηση για να πληρώσει τοκοχρεολύσια τόσο εκτινάσσεται το δημόσιο χρέος, ανεξάρτητα από τα όποια πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού.
Ο συνδυασμός αυτός με μια βαθιά ύφεση στην οικονομία οδηγεί αναγκαστικά στην επίσημη πτώχευση. Αυτό διδάσκει η ιστορία της Μεγάλης Ύφεσης του μεσοπολέμου.
Από το 1922-23 έως το 1932-33 δημιουργήθηκε πλεόνασμα κρατικού προϋπολογισμού της τάξης των 5,2 δις δρχ., προς μεγάλη ικανοποίηση των δανειστών και των κηδεμόνων της χώρας. Μάλιστα οι ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής διατυμπάνιζαν την αποκατάσταση της «διεθνούς αξιοπιστίας» της χώρας.
Όλα αυτά είχαν το τίμημά τους. Η κοινωνία βυθίστηκε στην ανεργία και στην φτώχεια. Η πείνα, η φυματίωση, η παιδική θνησιμότητα, οι θάνατοι από άγνωστες αιτίες, κοκ., κυριολεκτικά θέριζαν την ελληνική κοινωνία. Κι ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, οι κυβερνήσεις κυνηγώντας πλεονασματικούς προϋπολογισμούς έκοβαν ακόμη και τις ελάχιστες κοινωνικές δαπάνες που υπήρχαν.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας έφτασε αισίως το 1928 σε 35,8 δις δρχ., από τα οποία 25,7 δις δρχ. σε χρυσό και συνάλλαγμα. Το 1930 έφτασε τα 38,6 δις δρχ., από τα οποία 27,1 δις δρχ. σε χρυσό και συνάλλαγμα. Το 1932 έφτασε κοντά στα 43 δις δρχ., από τα οποία 29,5 δις δρχ. σε χρυσό και συνάλλαγμα. Την χρονιά αυτή η ελληνική οικονομία δεν άντεξε άλλο και κλατάρισε. Κήρυξε επίσημη χρεοκοπία.
Γιατί; Διότι πολύ απλά ο όγκος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους ήταν τέτοιος που δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί. Χαρακτηριστικό ήταν το γεγονός ότι το 1929 το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε σε τόκους 5,9 δις δρχ. , το 1930 οι τόκοι ανήλθαν σε 6,3 δις δρχ., όπως και το 1931, ενώ το 1932 μετά την επίσημη πτώχευση της χώρας οι πληρωτέοι τόκοι ανήλθαν σε 1,9 δις δρχ.. Τα χρεολύσια, αλλά και μεγάλο μέρος των τόκων, που δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν από τα τακτικά έσοδα του προϋπολογισμού και κυρίως από τα κρατικά μονοπώλια (άλας, πετρέλαιον, πυρεία, παιγνιόχαρτα, σιγαρόχαρτον, καπνός, χαρτόσημον, Ναξία σμύρις, φόρος οινοπνεύματος και τελωνεία) καλύπτονταν με νέα δάνεια κυρίως από το εξωτερικό με την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών. Γι’ αυτό άλλωστε και η εκτίναξη του χρέους, ειδικά σε χρυσό και συνάλλαγμα.
Προκειμένου να οικοδομήσει την αξιοπιστία της η Ελλάδα της εθελοδουλίας και του δοσιλογισμού, ακολούθησε το ίδιο μονοπάτι με το σημερινό. Δεν εφάρμοσε μόνο όλες αυτές τις βαθύτατα υφεσιακές πολιτικές στο όνομα του πλεονασματικού προϋπολογισμού, αλλά ξεπούλησε κυριολεκτικά ότι δημόσια περιουσία διέθετε. Μέσα στην δεκαετία 1922-32 οι εκποιήσεις δημοσίων κτημάτων δεκαπλασιάστηκαν. Όλες οι υποδομές της χώρας εκχωρήθηκαν με αποικιακές συμβάσεις σε μεγάλες ξένες εταιρείες, σε διεθνείς επενδυτές, όπως θα τους αποκαλούσαμε σήμερα. Η ηλεκτροδότηση και οι αστικές μεταφορές δόθηκαν στην Πάουερς. Η υδροδότηση της πρωτεύουσας, αλλά και η διαχείριση του νερού, στην Ούλεν.
Οι αγροτικές υποδομές και η άρδευση στην Φαουντέσιον. Το νερό επιφανείας, αλλά και ο ορυκτός πλούτος της χώρας στην Κούπερς. Δεν έμεινε τίποτε δημόσιο, εκτός από τις διαλυμένες ένοπλες δυνάμεις ικανές μόνο για φασιστικά κινήματα προκειμένου να οδηγηθούμε μετά από 11 απόπειρες στην εγκαθίδρυση της 4ης Αυγούστου του 1936, στο φασιστικό καθεστώς του Μεταξά με τις ευλογίες του τοποτηρητή των αγγλικών συμφερόντων εν Ελλάδι, του βασιλιά Γεωργίου.
Την ίδια περίπου τροχιά διανύει και σήμερα η Ελλάδα σε πολύ χειρότερες συνθήκες, μιας και έχει παραδώσει και επισήμως την εθνική της κυριαρχία στην ευρωζώνη και την ΕΕ. Και ναι μεν οι κυβερνώντες είναι αδύνατο να διδαχθούν από την ιστορία του τόπου, διότι ο δοσιλογισμός βρίσκεται στο πολιτικό τους γονιδίομα. Για τον δε λαό ισχύει αυτό που έλεγαν οι κλασσικοί: λαός που δεν διδάσκεται από την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την επαναλάβει. Μόνο που αυτή την φορά πολύ φοβάμαι ότι θα είναι πολύ χειρότερα.
Δημήτρης Καζάκης
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
0 comments:
Post a Comment