Γράφει ο Γ. Βαζάκας – εκπαιδευτικός
Σε άρθρο μου σε έγκριτη εφημερίδα της Κατερίνης, στις 27,28 και 30/10/2010 έγραφα: «Και η πρωταρχική μόνη λύση, καθαρά τακτικής μορφής, για να απαλλαγεί η χώρα απ’το μνημόνιο και την πολιτική του, είναι να μην αναγνωρίσουμε και να αρνηθούμε το δημόσιο χρέος, μαζί με την έξοδο της χώρας από το ευρώ,ώστε να αποτραπούν τα χειρότερα Κι αν φύγουμε από το ευρώ και την ευρωζώνη θα χάσουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε; Θα έλθει η συντέλεια του κόσμου; Φυσικά όχι…Αλλά για την έξοδο από το ευρώ και για τα συνοδευτικά μέτρα που θα ακολουθήσουν μετά την άρνηση του χρέους θα γίνει αναφορά σε επόμενο άρθρο…».
Σήμερα η προαναγραφείσα θέση είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρη και έτσι βρίσκομαι στην ανάγκη να μιλήσω εκτενέστερα.
Ήθελαν η τότε Κυβέρνηση Σημίτη και οι οπαδοί της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) να πιστέψουμε ότι η υιοθέτηση ενός «ισχυρού νομίσματος», όπως το ευρώ ότι ούτε λίγο ούτε πολύ θα άνοιγε μια νέα περίοδο σταθερότητας για την Ελλάδα. Και στο όνομα αυτής της επιλογής δικαιολόγησαν την εκχώρηση ολόκληρης της νομισματικής πολιτικής στη δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Έτσι η Ελλάδα από 1/1/2002 έχασε και τυπικά το δικαίωμα να εκδίδει νόμισμα και γενικά να ρυθμίζει τα οικονομικά της. Οι διθύραμβοι της κυβέρνησης Σημίτη και των οπαδών της Euroland περί «οικονομικών επιτευγμάτων» και «ισχυρού νομίσματος» ύστερα από την επί μια δεκαετία καθιέρωσή του δε μοιάζουν για μακάβριο αστείο για μια χώρα – την Ελλάδα σε πλήρες αδιέξοδο και χρεοκοπία;
Mια σειρά προικισμένων επιστημόνων και οικονομολόγων μιλώντας με επιφυλάξεις για το ευρώ κατά την καθιέρωσή του, σήμερα επαληθεύτηκαν. Τα όσα βιώνουμε τα τελευταία χρόνια έπληξαν σοβαρά το μύθο του αδιάβλητου και «ισχυρού» ευρώ. Αλλά και η κοινή λογική λέει πως, όταν ένα νόμισμα αποδεικνύεται τόσο ευπαθές στις αναταράξεις των αγορών, τις πιέσεις από την κερδοσκοπία και τις διακυμάνσεις από την επενδυτική συμπεριφορά διεθνώς, αυτό σημαίνει ότι φταίει το ίδιο το νόμισμα, οι βάσεις πάνω στις οποίες έχει οικοδομηθεί, με μια λέξη η ιδιοσυστασία του. Δυστυχώς όμως η κοινή λογική έχει πάρει διαζύγιο εδώ και δεκαετίες από το επίσημο οικονομικό και πολιτικό δόγμα, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η συγκρότηση του ευρώ και η ευρωζώνη.
Και να τι εννοούμε: Το ευρώ δε δημιουργήθηκε, για να καλύψει ή να εκφράσει ανάγκες της πραγματικής οικονομίας με προϋπόθεση την παραγωγή εισοδημάτων και συναλλαγών. Δεν επινοήθηκε, για να λειτουργήσει εντός της ευρωζώνης, όπως λειτουργούσαν τα εθνικά νομίσματα στο κάθε ξεχωριστό κράτος , πριν ενταχθεί στην ευρωζώνη, δηλαδή ως μέσο διευκόλυνσης των συναλλαγών και της εσωτερικής συσσώρευσης. Αντίθετα το ευρώ υπήρξε ευθύς εξαρχής μια επινόηση των τραπεζιτών για δική τους διευκόλυνση. Δημιουργήθηκε όχι, για να είναι εργαλείο οικονομικής πολιτικής προς εξυπηρέτηση της οικονομίας αλλά ως αξία καθεαυτή, στην οποία η οικονομία όφειλε να υποταχτεί και μάλιστα υπακούοντας σε πολύ αυστηρούς νομισματικούς και δημοσιονομικούς κανόνες. Με πιο απλά λόγια το ευρώ δεν όφειλε να προσαρμοστεί στην οικονομία και μάλιστα στην πραγματική, αλλά η οικονομία όφειλε δια ροπάλου να προσαρμοστεί σ’ αυτό. Κατασκευάστηκε ένα νόμισμα που, για να είναι «ισχυρό», προϋποθέτει τη σταθερότητα στις αγορές και στις οικονομίες που εκφράζει. Το ζητούμενο δηλ. έγινε προαπαιτούμενο.
Απ’ εδώ και στο εξής το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα κατά- στρατηγώντας το σύστημα σταθερών ισοτιμιών συλλέγει αποταμιεύσεις από παντού στην ζώνη του ευρώ και τις επενδύει, οπουδήποτε βρίσκει κερδοφόρες ευκαιρίες. Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο η ρευστότητα δηλαδή το χρήμα σε κυκλοφορία συγκεντρώθηκε στις τράπεζες οδηγώντας σε ασφυξία την πραγματική οικονομία, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά έδωσε μια εκπληκτική ευκαιρία στους τραπεζίτες να κερδοσκοπήσουν ασύστολα γεμίζοντας κυριολεκτικά την αγορά με δάνεια και χρέη. Από τα προλεχθέντα προβλήθηκε η δύναμη του ευρώ. Όμως το κοινό νόμισμα, το ευρώ, είχε ανάγκη και από τη σταθερότητα. Σταθερότητα του νομίσματος σημαίνει σταθερές αποδόσεις για τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Επειδή όμως η σταθερότητα δεν μπορούσε να επιτευχθεί με όρους πραγματικής οικονομίας, μιας και οι οικονομίες της ευρωζώνης ήταν τελείως διαφορετικές και ανισόρροπες μεταξύ τους, επιλέχθηκε η επιβολή μιας εικονικής σταθερότητας με βάση τα κριτήρια του Μάαστριχτ.(ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού). Έτσι ουσιαστικά οι οικονομίες, τα κράτη και οι λαοί της ευρωζώνης διατάχθηκαν να κρατήσουν τη σταθερότητα του ευρώ τηρώντας μια αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Μόνο που οι οικονομίες δε λειτουργούν με διατάγματα, ούτε υπακούουν σε προσταγές.
Υπήρχε λοιπόν εγγενής αστάθεια στην ευρωζώνη λόγω διαφοράς οικονομιών. Για να διατηρηθεί η εικονική σταθερότητα και συνεπώς οι μεγάλες αποδόσεις για τις επενδύσεις σε τίτλους χρέους, έπρεπε η εγγενής αστάθεια να απορροφηθεί από την πραγματική οικονομία και τα λαϊκά εισοδήματα. Επί πλέον το ευρώ δεν μπορούσε να υποτιμηθεί, γι’ αυτό έπρεπε συνεχώς να υποτιμάται η πραγματική οικονομία και κυρίως το «εργατικό κόστος», δηλ. η εργασία, οι αμοιβές, οι ζωές και οι προοπτικές των ανθρώπων, που εργάζονται σ’ αυτή. Ταυτόχρονα το άνοιγμα των αγορών και οι διαρκείς ιδιωτικοποιήσεις άνοιγαν διαρκώς νέες ευκαιρίες κερδοφόρας τοποθέτησης για τις τράπεζες και την κερδοσκοπία με τίτλους.
Και αυτή η πορεία ακολουθήθηκε όλη αυτή τη δεκαετία που ζούμε με το ευρώ. Αν αναρωτηθούμε βέβαια τι έγινε στη δεκαετία του ευρώ με την παραγωγική βάση της ευρωζώνης, η απάντηση δυστυχώς είναι ότι αναπτύχθηκε ελάχιστα, ενώ οι εργαζόμενοι σε όλες τις χώρες του ευρώ έχασαν σημαντικά από το εισόδημα και τις απολαβές τους. Οι εργαζόμενοι της ευρωζώνης βρέθηκαν σε πολύ χειρότερη κατάσταση με το ευρώ απ’ ό,τι ήταν πριν. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος, που σήμερα σχεδόν κανένας λαός στην ευρωζώνη δεν έχει θετική γνώμη για το ευρώ και την πορεία της χώρας του μ΄ αυτό.
Ενώ όμως το ευρώ παρέμενε σταθερό με τον τρόπο που αναφέραμε και οι τράπεζες κέρδιζαν όλο και πιο πολλά από την τιτλοποίηση των πάντων και οι διεθνείς επενδυτές κερδοσκοπούσαν ασύστολα με την υπερπαραγωγή χρεογράφων, απ’ την άλλη κανέναν απ’ τους ευρωκρατούντες δε συγκινούσε η δραματική απαξίωση της πραγματικής οικονομίας και των εργαζομένων. Κι έτσι φτάσαμε στην παγκόσμια κρίση, που ξέσπασε το καλοκαίρι του 2007 και συνεχίστηκε με το κραχ του φθινοπώρου του 2008. Τότε μεγάλο μέρος των χαρτιών που είχαν συσσωρευτεί στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών απαξιώθηκαν. Πολλές τράπεζες άρχισαν να χρεοκοπούν και τεράστια κεφάλαια τοποθετημένα σε τίτλους και χρεόγραφα άρχισαν να λιμνάζουν στις αγορές. Τα κράτη έτρεξαν να στηρίξουν τις τράπεζες και έτσι συνέβαλαν στην εξάπλωση και στο βάθεμα της κρίσης.
Αυτή είναι η κατάσταση που παρατηρούμε σήμερα σ’ ολόκληρη την ευρωζώνη. Οι αγορές πιέζουν διαρκώς τους ευρωκυβερνώντες να χώσουν όλο και πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, προκειμένου να σώσουν τις τράπεζές τους και να στηρίξουν το ευρώ, που δεν μπορεί να στηριχθεί πλέον πάνω στον τεράστιο όγκο χαρτιών χρέους, που έχουν συγκεντρώσει οι τράπεζες της ευρωζώνης. Και οι ηγέτες της ευρωζώνης με τους «μηχανισμούς στήριξης» που αποφάσισαν, με την ΕΚΤ να αγοράζει απευθείας κρατικά ομόλογα από τις χώρες – μέλη και με την επιβολή όλο και πιο αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων με περικοπές μισθών, συντάξεων, κοινωνικών παροχών και δαπανών οδηγούν ολόκληρη την ευρωζώνη εκεί, που οδηγήθηκε η Ελλάδα. Από τον περσινό Μάρτη λόγω του μηχανισμού στήριξης η Ελλάδα είναι σε μια ιδιότυπη « καραντίνα», τώρα οι ηγέτες της ευρωζώνης μεθοδεύουν κι άλλο μηχανισμό: «το σύμφωνο ανταγωνιστικότητας» και «οικονομικής διακυβέρνησης», που στην πράξη σημαίνει την ενσωμάτωση των βασικών αρχών της δανειακής σύμβασης (8/5/2010) στο ελληνικό σύνταγμα και έτσι την ολοκληρωτική υποδούλωση της χώρας στα κεντρικά όργανα της Ε.Ε, χωρίς λόγο και δικαίωμα στη διαμόρφωση των κεντρικών αποφάσεων, άλλη καραντίνα. Και αν οι «καραντίνες» αυτές οδηγούν με μαθηματική βεβαιότητα την Ελλάδα στην πτώχευση με τους χειρότερους δυνατούς όρους, κατά παρόμοιο τρόπο θα οδηγήσουν και την υπόλοιπη ευρωζώνη.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια ποια θα είναι η τύχη της ευρωζώνης και του ίδιου του ευρώ. Οι βεβαιότητες ανήκουν στο παρελθόν. Η πίστη στο «ισχυρό ευρώ» έχει ξεφύγει από το πεδίο της λογικής και ανήκει πια στη σφαίρα των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Και στη θρησκευτική πίστη, τη βασισμένη στο συναίσθημα δεν υπάρχει περιθώριο ούτε για λογικά, ούτε για επιστημονικά επιχειρήματα. Το σίγουρο είναι ότι το ευρώ θα αποτελέσει έναν βασικό αποσταθεροποιητικό παράγοντα για όλες τις οικονομίες της ευρωζώνης, ακόμη και τις πιο ισχυρές. Η εμμονή σ’ αυτό, ιδίως σε συνθήκες όλο και πιο αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων και αυξανόμενου χρέους θα οδηγήσει ολόκληρες οικονομίες να χαθούν «αύτανδρες». Αυτός είναι κι ο λόγος που οι ισχυρές οικονομίες σήμερα –ιδίως η Γερμανία – διαμορφώνουν εναλλακτικές στρατηγικές. Η Ελλάδα πριν μπει στο ευρώ υπέστη με τους χειρότερους δυνατούς όρους πάνω από 12 επίσημες υποτιμήσεις της δραχμής σε ολόκληρη τη μεταπολίτευση. Καμιά όμως απ’ αυτές δεν την οδήγησε, όπως τώρα με το ευρώ , στη χρεοκοπία
Γι’ αυτό για τη χώρα μας, οι επιλογές είναι πολύ απλές: ή παραμένει στο ευρώ, για να υποστεί μια απ’ τις χειρότερες καταστροφές της ιστορίας της, ή φεύγει, για να καταφέρει να ανασυντάξει την οικονομία και την κοινωνία δίχως κηδεμονίες και εξαρτήσεις. Μέση λύση δεν υπάρχει.
Εντούτοις το ερώτημα αιωρείται αμείλικτο: Τι θα γίνει άμα φύγουμε απ’ το ευρώ και την ευρωζώνη; Θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει;Θα έλθει η συντέλεια του κόσμου; Θα χάσουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε; Θα μας λιώσουν οι κολοσσοί των αγορών; Όλα αυτά μαζί και πολλά ακόμη έχουμε να πάθουμε στη νοσηρή φαντασία, όσων νομίζουν ότι το να τα βάλουμε με τις αγορές, την ευρωζώνη, και τους ισχυρούς αποτελεί συνώνυμο της καταστροφής. Όμως ας είμαστε λίγο ψύχραιμοι και ας σοβαρευτούμε.
Καταρχάς, από ποικίλες πλευρές διαδίδεται πως, αν επανέλθουμε σε εθνικό νόμισμα, θα οδηγηθούμε σε απανωτές υποτιμήσεις και θα εκτιναχθεί ο πληθωρισμός. Όμως από πού προκύπτει αυτό; Μήπως ,επειδή μας το λένε όλοι εκείνοι, που ευθύνονται σήμερα για την κατάντια της ελληνικής οικονομίας και το παπαγαλίζουν με τα ελεγχόμενα απ’ αυτούς Μ.Μ.Ε; Δε θα έπρεπε και να μας το αποδείξουν, αντί να το θεωρούν ως δεδομένο κι ως θέσφατο;
Για να καταλάβει κανείς πόσο παραμύθι είναι η επίκληση της καταστροφής της Ελλάδας λόγω της εξόδου από το ευρώ, θα αναφέρουμε απλά τις απόψεις των Βρετανών οικονομικών συμβούλων του Centre for Economics and Business Research (CEBR), που κάλεσε η ίδια η ελληνική κυβέρνηση το Μάιο του 2010, για να τους συμβουλευτεί τι θα συμβεί, αν η Ελλάδα φύγει απ’ το ευρώ. Απάντησε λοιπόν ο επικεφαλής του CEBR, Νταγκ ΜακΓουίλλιαμς, όπως αναγράφεται στους Times του Λονδίνου (30/5/2010) σε ερωτήσεις δημοσιογράφων σχετικά με το τι θα υποστεί το νέο νόμισμα της Ελλάδας μετά την έξοδο από το ευρώ: « Εγκαταλείποντας το ευρώ θα σήμαινε ότι το νέο νόμισμα θα υποτιμηθεί κατά 15%». Αποτελεί καταστροφή μια υποτίμηση κατά 15%; Με εξαίρεση τα επίσημα και ανεπίσημα παπαγαλάκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της Ε.Ε., που όμως δεν προσκομίζουν κανένα σοβαρό αποδεικτικό στοιχείο, μιας κι ο σκοπός τους είναι μόνο να τρομοκρατήσουν τον κόσμο, δεν υπάρχει κανείς σοβαρός οικονομικός αναλυτής ανά τον κόσμο, που να θεωρεί ότι θα υποστεί καταστροφή η Ελλάδα, αν φύγει απ’ το ευρώ. Αυτό που λένε είναι ότι η Ελλάδα θα περάσει μια περίοδο νομισματικής αστάθειας που άλλοι την προσδιορίζουν σε λίγους μήνες και άλλοι σ’ ένα με δυο χρόνια, έως ότου η συναλλαγματική αξία της νέας δραχμής θα σταθεροποιηθεί μέσα από την ανάκαμψη της οικονομίας της. Σ’ αυτό που συμφωνούν όλοι είναι ότι αυτός που πιθανόν να υποστεί την καταστροφή είναι το ίδιο το ευρώ, αλλά γι’ αυτό σχετικά προμιλήσαμε.
Aλλά είναι εύκολο να δημιουργηθεί ένα νόμισμα; Όποιος έχει στοιχειώδεις γνώσεις οικονομίας, γνωρίζει ότι υπάρχουν δυο τρόποι, να δημιουργήσεις νόμισμα: Ο πρώτος είναι να το ρίξεις στις αγορές, βορά και έρμαιο των κερδοσκόπων και να περιμένεις πού, πότε και πώς θα σταθεροποιηθεί η αξία του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία και την κοινωνία σου. Αυτό συμβαίνει με το ευρώ, που όπως αναφέραμε, είναι εκ φύσεως τέτοιο νόμισμα. Όμως αυτό συνέβαινε και με την παλιά δραχμή, που οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν ως εργαλείο ραγδαίας υποτίμησης της εθνικής οικονομίας και των εισοδημάτων από εργασία προς όφελος των ντόπιων και ξένων κερδοσκόπων.
Ο δεύτερος είναι να δημιουργήσεις ένα εθνικό νόμισμα, που να υποστηρίζεται από την πραγματική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και πρωτίστως της παραγωγικής της βάσης. Αν θέλει πραγματικά κάποιος την παραγωγική ανάπτυξη της οικονομίας προς όφελος του λαού και της χώρας, τότε δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γίνει αυτό παρά μόνο έχοντας το δικό του νόμισμα Ούτε η οικονομική θεωρία, αλλά ούτε και η ιστορική εμπειρία έχει να επιδείξει άλλο τρόπο. Σ’ αυτό συνηγορεί και δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα σχήματα ενιαίου παγκόσμιου χρήματος, όλες οι νομισματικές ενώσεις, όλα τα συστήματα σταθερών ισοτιμιών και σταθερής νομισματικής αξίας με πιο γνωστό εκείνο του χρυσού κανόνα απέτυχαν παταγωδώς αφήνοντας πίσω τους ερείπια εκείνες ειδικά τις χώρες, που ήταν πιο αδύναμες και εξαρτημένες από την παγκόσμια αγορά.
Ο Αλέξανδρος Διομήδης, ιδρυτής και πρώτος διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, προσπαθώντας να αντλήσει συμπεράσματα από την τραγωδία της επίσημης χρεοκοπίας του 1932 τόνιζε την «ανάγκη οικονομικής αυτονομίας»,έναντι του μοντέλου της νομισματικά σταθερής δραχμής κλειδωμένης με τη χρυσή βρετανική λίρα, προκειμένου η ελληνική οικονομία να είναι ανοιχτή στην παγκόσμια αγορά και στις κυρίαρχες δυνάμεις της. Γι’ αυτό τόνιζε: «Η Ελλάς πρέπει απαραιτήτως να φροντίση πώς θα ζη, θα τρέφεται, θα κινήται, θα εργάζεται, με ίδια κατά το πλείστον εφόδια. Πώς θ’ ασφαλίση με δυνάμεις αντλουμένας εκ του ιδίου αυτής τόπου, σχετικήν τουλάχιστον ισορροπίαν και μείζονα ή κατά το παρελθόν οικονομικήν αυτοτέλειαν. Αι προσπάθειαί της πρέπει προς αυτό το αποτέλεσμα να τείνουν». Δεν ήταν οπαδός της οικονομικής αυτάρκειας, αλλά πίστευε ότι, αν δεν σταματήσει η εξάρτηση της οικονομίας από το εξωτερικό, αν δεν στηριχθεί η ελληνική οικονομία πρωτίστως σε εσωτερικούς όρους συσσώρευσης και ανάπτυξης, δεν πρόκειται να πάψει να είναι έρμαιο των συγκυριών στην παγκόσμια αγορά, που αναγκαστικά οδηγούν τη χώρα στη χρεοκοπία, όταν ξεσπούν μεγάλες παγκόσμιες κρίσεις. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα.
Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, αν δε διαθέτει η οικονομία το δικό της νόμισμα, ένα νόμισμα που να ελέγχει και να προσαρμόζει κάθε στιγμή στις ανάγκες της; Φυσικά και όχι. Όποιος ισχυριστεί το αντίθετο είτε είναι παντελώς άσχετος με το θέμα, είτε είναι πολύ μεγάλος απατεώνας. Μπορεί το ευρώ να λειτουργήσει ως τέτοιο νόμισμα για την ελληνική οικονομία; Μόνο όποιος δε γνωρίζει την προαναφερθείσα ιδιοσυστασία και τη λειτουργία του ευρώ, ή απλά προτάσσει άλλες σκοπιμότητες, μπορεί να απαντήσει θετικά στο ερώτημα. Μπορεί να έχουμε ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης στην ελληνική οικονομία με το ευρώ; Mόνο όποιος δε γνωρίζει ή δε θέλει να δει τι συνέβη τη δεκαετία του ευρώ σ’ αυτή, μπορεί να θεωρεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο εφικτό. Όλα είναι εφικτά άλλωστε στον κόσμο της φαντασίας. Όμως στον αληθινό κόσμο έχει αποδειχθεί ότι το ευρώ λειτούργησε καταλυτικά τόσο για την οικονομική καταστροφή που έχει υποστεί η χώρα όσο και για τη τρέχουσα χρεοκοπία της.
Όμως γεννιέται το ερώτημα πώς μπορεί να υπάρξει ένα εθνικό νόμισμα, που να μην υποτιμιέται διαρκώς και να μην πυροδοτεί τον πληθωρισμό; Αυτό αντιμετωπίζεται πρώτα και κύρια χτυπώντας τις εσωτερικές αιτίες των υποτιμήσεων και του πληθωρισμού και αυτές δεν είναι νομισματικές, αλλά έχουν σχέση αφενός με τη συνολική κατάσταση και τις εξαρτήσεις της οικονομίας και αφετέρου με τις μονοπωλιακές καταστάσεις στην εσωτερική αγορά. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει με πολύ απλά λόγια ότι το χτύπημα των μονοπωλίων και των καρτέλ, ντόπιων και ξένων, που κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία, εάν αντιστραφεί η σχέση κερδών και αμοιβών, που υπάρχει σήμερα, η άμεση ενίσχυση των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων ιδίως στους τομείς της παραγωγής, η εθνικοποίηση κρίσιμων τομέων της οικονομίας και πρωταρχικά του τραπεζικού συστήματος, ο πολλαπλασιασμός του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων με όρους άμεσης απόδοσης και στήριξης της εθνικής οικονομίας, όπως και η γενναία αναδιανομή εισοδημάτων και πλούτου, μαζί με μια ριζικά διαφορετική πολιτική ένταξης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσα κυρίως από διακρατικές προγραμματικές συμφωνίες, εναλλακτικές μορφές εμπορικών σχέσεων, ανοίγματα σε χώρες και περιοχές, όπου η Ελλάδα σήμερα είναι απούσα και τέλος, εάν επιβληθεί ένα επιλεκτικό ανταγωνιστικό πλαίσιο για την προστασία των πιο σημαντικών τομέων της ελληνικής οικονομίας, μπορεί να δημιουργήσει μια τέτοια δυναμική, που να μην αφήσει το νόμισμά της να κατρακυλά στις διεθνείς αγορές, ούτε να επιτρέψει την εμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων.
Αποδείξεις για τα παραπάνω βρίσκει κανείς στις εργασίες του Άγγελου Αγγελόπουλου, του Ξενοφώντα Ζολώτα, του Δημήτρη Μπάτση και εκατοντάδων άλλων οικονομολόγων όχι μόνο της αριστεράς, που μετά το τέλος του πολέμου τόλμησαν να είναι αρκούντως έντιμοι και ανεξάρτητοι στη σκέψη τους, ώστε με τις αναλύσεις τους να διαψεύδουν τις εκάστοτε θεωρίες περί «ψωροκώσταινας» για τη Ελλάδα
Φυσικά με τα όσα υποστηρίζουμε όχι μόνο εμείς αλλά και όποιος άλλος για την έξοδο από το ευρώ ως απαραίτητη τακτική κίνηση μετά την άρνηση του χρέους, δεν είπαμε ποτέ ότι αρκούν αυτά από μόνα τους, για να λύσουμε τα προβλήματά μας. Αυτό που ισχυριζόμαστε από την αρχή είναι ότι αυτά αποτελούν την απαρχή, την αφετηρία μιας ριζικά διαφορετικής πορείας στην οικονομία και την πολιτική του τόπου. Μόνο έτσι τα υποστηριχθέντα έχουν νόημα.
Τώρα, επειδή βλέπουμε ότι πολύς κόσμος έχει ιδιαίτερο καημό με τις καταθέσεις στις τράπεζες, έχουμε να του πούμε να μην «ανησυχεί». Δυστυχώς «πριν προλάβουμε εμείς, που προτείνουμε όλα αυτά «τα καταστροφικά, να εξανεμίσουμε τις καταθέσεις», θα το έχουν κάνει οι σημερινοί κρατούντες. Η πολιτική που ασκείται είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα «στεγνώσει» την οικονομία από κάθε ρευστότητα. Είναι κάτι, που συμβαίνει ήδη και κλιμακώνεται μέρα τη μέρα. Με την κάλυψη της τρόικας και της κυβέρνησης η καταθετική βάση των τραπεζών, όση έχει απομείνει, λεηλατείται ασύστολα από τις ίδιες τις τράπεζες, προκειμένου να καλύψουν τις «μαύρες τρύπες» του ενεργητικού τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αργά ή γρήγορα θα προχωρήσουν σε δέσμευση των καταθέσεων με τη μια ή την άλλη μορφή. Κι αυτό είναι πολύ πιθανό να συμβεί με την ανακοίνωση του πλάνου αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, που δεν προτείνεται απλά από ανιδιοτελείς και ανεξάρτητες «αυθεντίες», όπως διάφοροι νομίζουν, αλλά το επεξεργάζονται ήδη το ΔΝΤ και η ΕΚΤ, και που απ’ ότι φαίνεται θα μας το «σερβίρουν» μετά τη σύνοδο κορυφής της ευρωζώνης στις 25/3/2011, έστω κι αν μέχρι τώρα επισήμως μιλούν με μισόλογα γι’ αυτό.
Αυτό θα είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα που θα έχει να αντιμετωπίσει η χώρα μας, αν και όποτε κληθεί να εφαρμόσει τις προαναφερθείσες πολιτικές θέσεις που προτείνουμε. Θα βρεθούμε στην ανάγκη να αναστηλώσουμε μια οικονομία και μια κοινωνία εντελώς διαλυμένη, χωρίς ίχνος ρευστότητας στην αγορά και στις τράπεζες, με εισοδήματα πείνας και μαζική ανεργία πρωτοφανή, με κατεστραμμένους τους τρεις από τους τέσσερεις ελευθεροεπαγγελματίες, βιοτέχνες, αγρότες και μικρομεσαίους επιχειρηματίες. Κι από πάνω μια οικονομία φορτωμένη με τα υπέρογκα βάρη του αναδιαρθρωμένου χρέους της και των ιδιωτικοποιημένων υποδομών της. Μπορεί να αναστηλωθεί μια οικονομία σ’ αυτή την κατάσταση δίχως δικό της νόμισμα, για να συντάσσει ανεξάρτητη τον προϋπολογισμό της, δίχως να αποκτήσει τον έλεγχο στους διαθέσιμους πόρους της και στις υποδομές της; Μπορεί να γίνει με δεδομένο το καθεστώς εξάρτησης και υποταγής της χώρας, που υπάρχει σήμερα;
Κάποιοι νομίζουν ότι δεν μπορεί να γίνει. Άλλωστε, όταν ένα έθνος, ένας λαός βρίσκεται σε ιστορική καμπή, όπως βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα, όταν καλείται να ανατρέψει μια τυραννία είτε του οθωμανικού ζυγού τον 19ο αιώνα, είτε του ναζιστικού και φασιστικού ιμπεριαλισμού στη δεκαετία του 1940, είτε των αγορών και του πολιτικού τους προσωπικού σήμερα , πάντοτε υπάρχουν κάποιοι , που θεωρούν αδιανόητο για ένα μικρό και ασήμαντο λαό να τα βάλει με τις μεγάλες δυνάμεις τις εποχής του. Όμως αναρωτιόμαστε από πότε η λιποψυχία και η αδυναμία να στρατευθεί κάποιος σ’ αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη ο λαός και ο τόπος αποτελεί επιχείρημα;
Δεν ξαφνιαζόμαστε που κάποιοι αδυνατούν να κατανοήσουν την πολιτική μας θέση. Με τον ίδιο τρόπο αδυνατούσαν να κατανοήσουν οι ομοϊδεάτες τους στην κατοχή την πολική θέση, όσων στρατεύονταν στο ΕΑΜ και στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της εποχής. Τα ίδια νομικά, πολιτικά και οικονομικά επιχειρήματα επικαλούνταν και τότε, όπως και σήμερα. Με τον ίδιο τρόπο αδυνατούσαν να κατανοήσουν την πάλη για λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία τις δεκαετίες των «πέτρινων χρόνων», που ακολούθησαν τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα. Με τον ίδιο τρόπο αδυνατούσαν να κατανοήσουν τη σαφή εντολή, που έδωσε το 1981 ο λαός μας για αλλαγή πλεύσης στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας. Γι’ αυτό και δικαιολόγησαν και δικαιολογούν τους διεφθαρμένους κυβερνώντες, που ανέλαβαν λαϊκίστικα μετά το 1981 να εξαγοράσουν τη συνείδηση ενός λαού, για να ξεχάσει τι του είχαν υποσχεθεί, όταν του έκλεψαν την ψήφο. Και τέλος το πιο πρόσφατο οι ίδιοι καταστραφολογούσαν, εάν ο κυπριακός λαός έλεγε όχι στο σχέδιο ΑΝΑΝ κι όμως διαψεύστηκαν.
Σήμερα για το θέμα που αναφερόμαστε, επικαλούνται κυριολεκτικά ανοησίες. Ας δούμε μερικές. Ισχυρίζονται: Δεν προβλέπεται νομική διαδικασία αποχώρησης από την ευρωζώνη, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη όλων των χωρών – μελών, οπότε θα μας πνίξουν με αγωγές και άλλα τέτοια φαιδρά. Πρώτον η καταγγελία της σχέσης μας με την ευρωζώνη μπορεί και πρέπει να είναι μονομερής. Και αυτό γιατί είναι αποδεδειγμένα ετεροβαρής καταχρηστική σε βάρος της χώρας μας και θέτει ανεπίτρεπτους περιορισμούς στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας μας. Ιδιαίτερα μάλιστα τη στιγμή που από τις 25/3/2010 η Ε.Ε και η ευρωζώνη μας έχουν επιβάλει ένα καθεστώς εποπτείας και κηδεμονίας, που δεν προβλέπεται ούτε καν από τη συνθήκη της Λισσαβόνας. Φυσικά το γεγονός αυτό δεν μπορεί να σταθεί ούτε καν σαν επιχείρημα ότι δηλ. το αποδέχτηκε η κυβέρνηση της χώρας, μιας και αυτή δεν πήρε εντολή από το λαό, για να αποδεχθεί ούτε την αποικιοκρατική δανειακή σύμβαση της 8/5/2010, ούτε το μνημόνιο, που μας επέβαλε η τρόικα. Και μόνον αυτά αρκούν, για να αποχωρήσουμε μονομερώς από την ευρωζώνη, χωρίς να ακολουθήσουμε καμιά προβλεπόμενη διαδικασία. Αρκεί να έχουμε μια κυβέρνηση , που υπηρετεί στ’ αλήθεια το λαό και το συμφέρον της χώρας και όχι αυτό το θίασο δωσιλόγων που μας «άγει και φέρει» από ψέμα σε ψέμα, όπως σήμερα.
Σε μια τέτοια περίπτωση τι μπορούν να μας κάνουν; Τίποτε απολύτως. Οι φλυαρίες περί αγωγών εναντίον μας αποτελούν αποκυήματα φαντασίας και ανοησίας άνευ προηγουμένου. Πρώτα και κύρια γιατί μια τέτοια κίνηση της Ελλάδας θα έχει σοβαρό αντίχτυπο στο εσωτερικό των χωρών – μελών της ευρωζώνης. Δε θα υπάρξει χώρα στην ευρωζώνη, όπου δε θα τεθεί εκ των πραγμάτων θέμα παραμονής της στο ευρώ. Ειδικά στις χώρες του νότου. Όχι μόνο γιατί θα το θέτουν οι ίδιοι οι λαοί, που σήμερα παρά το γεγονός ότι καταγράφουν σε όλες τις σφυγμομετρήσεις την αντίθεσή τους στο ευρώ, δεν έχουν θέσει θέμα εξόδου, αλλά γιατί οι ίδιες οι εξελίξεις θα το επιβάλλουν. Μια αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ θα επιταχύνει δραματικά τις διαδικασίες διάλυσης, που ενυπάρχουν και εκδηλώνονται ήδη στην ευρωζώνη. Όποιος νομίζει, ειδικά στις σημερινές συνθήκες βαθύτατης κρίσης του ευρώ, ότι η αποχώρηση της Ελλάδας με τους όρους που θα επιβάλει ο λαός της, θα γίνει αναίμακτα για την ευρωζώνη, τότε χρειάζεται ταχύτατα αποτοξίνωση από τις δόσεις ηλιθιότητας που διοχετεύει στην κοινωνία η κυρίαρχη προπαγάνδα. Αυτό τρέμουν οι ευρωκρατούντες, γι’ αυτό και έχουν βάλει διάφορους δήθεν αντικειμενικούς «αναλυτές» να σπέρνουν το φόβο με βλακώδη επιχειρήματα στον απορροφημένο με την καθημερινότητα λαό.
Εντός της ευρωζώνης, με το ευρώ για δέκα χρόνια, με κορύφωση την οικονομική κατοχή από την τρόικα από τις 25/3/2010 είδαμε τις «καλοσύνες!…». Είναι ο λαός και η χώρα μας διατεθειμένοι να υποστούν κι άλλες θυσίες και άραγε πόσες και με ποιο αντίκρισμα; Μήπως σ’ αυτό που τονίζουμε στον τίτλο του άρθρου μας: «Στην χρεοκοπία επ’ αόριστον»; Δυστυχώς ας μη γελιόμαστε. Οι ισχυροί του Βορρά της ευρωζώνης με επικεφαλής το γαλλογερμανικό άξονα κάτι τέτοιο μεθοδεύουν με πειραματόζωο την Ελλάδα για όλες τις χώρες του νότου της ευρωζώνης. Δηλαδή το δόγμα των τραπεζιτών τους είναι να μας δανείζουν, για να μη χρεοκοπήσουμε και παράλληλα κάθε μέρα που περνάει το χρέος να μεγαλώνει. Με άλλα λόγια επιδιώκουν να μην αφήσουν μια χώρα να χρεοκοπήσει επίσημα ,προκειμένου να βάλουν χέρι σ’ ό,τι κατέχει. Αρκεί να βρουν τον τρόπο να το ρευστοποιήσουν και φυσικά να εφαρμοστεί η κατάλληλη θεραπεία, που θα επιτρέψει το ξεζούμισμα της χώρας επ’ αόριστον. Επώδυνη πρεμιέρα των διαθέσεών τους η αδίστακτα προκλητική απαίτηση των εκπροσώπων της τρόικας στις 11/2/2011 για τα πολυσυζητημένα 50 δις., με αντικαταβολή την εκποίηση ή «αξιοποίηση», όπως ερμήνευσε η ελληνική κυβέρνηση, της δημόσιας περιουσίας. Δεν προβαλλόμαστε ως μάντεις, αλλά το τελευταίο «μανιφέστο» τους για τα παραπάνω: το σύμφωνο ανταγωνιστικότητας που προωθείται μετά τη σύνοδο κορυφής των ηγετών της ευρωζώνης στις 25/3/2011, θα δείξει…
Δυστυχώς η κατάσταση πάει απ’ το κακό στο χειρότερο. Ο κόσμος το έχει αντιληφθεί και δεν ανέχεται άλλο τις ωραιοποιημένες ψεύτικες ελπίδες. Δεν είναι δυνατόν μισθωτοί και συνταξιούχοι να καλούνται να συνεισφέρουν για το χρέος της χώρας και την ίδια στιγμή οι καταθέσεις «εχόντων και κατεχόντων» στην Ελβετία να ξεπερνούν τα 600 δις. ευρώ, δυο φορές δηλ. το δημόσιο χρέος, ενώ οι τραπεζίτες , εφοπλιστές, βιομήχανοι, έμποροι, κατασκευαστές, εισοδηματίες, βαρόνοι των Media και οι γύπες της υπερεθνικής ελίτ να επιβάλουν στο λαό διαρκείς θυσίες. Μέρα με τη μέρα ο λαός συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται στον κλοιό μιας οικονομικής κατοχής. Και γνωρίζει πολύ καλά πως μια τέτοια κατοχή δεν εξωραΐζεται, δε βελτιώνεται, δεν εξανθρωπίζεται, δε μεταρρυθμίζεται. Μόνο ανατρέπεται από τον ίδιο το λαό.
Επομένως όποιος νομιμοποιεί με την πρακτική του αυτή την κατοχή, όποιος συμπεριφέρεται αγνοώντας το, έστω κι αν το αντιπολιτεύεται, είναι συνεργός. Όπως ακριβώς με την παλιά κατοχή, με όσους , αν και δεν ήταν επίσημα δωσίλογοι, δεν τολμούσαν να θέσουν ως πρώτη προτεραιότητα την ανατροπή της απ’ το λαό. Δεν έχει άδικο λοιπόν η μεγάλη πλειονότητα του κόσμου που τους βάζει όλους στο ίδιο τσουβάλι. Όσο δεν προτάσσουν την εδώ και τώρα ανατροπή αυτής της οικονομικής κατοχής, εκεί ανήκουν όλοι συμπολιτευόμενοι και αντιπολιτευόμενοι, δεξιοί και αριστεροί. Και τι σημαίνει ανατροπή της κατοχής;
Σημαίνει ότι ο λαός συγκροτημένος σε παλλαϊκό μέτωπο ανατρέπει τη δανειακή σύμβαση της 8/5/2010, που όχι μόνο δεν έχει ούτε καν την τυπική νομιμοποίηση, αλλά είναι κατάφορα παράνομη από κάθε άποψη εθνικού και διεθνούς δικαίου. Η ανατροπή της μπορεί να γίνει και με την επίκληση της καταπάτησης βασικών αρχών της συνθήκης της Βιέννης του 1966, με βάση την οποία ο οικονομικός εξαναγκασμός μιας χώρας σαν αυτόν που υφίσταται η Ελλάδα από την τρόικα ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου εναντίον της, κατάκτηση και υποδούλωσή της.
Επομένως η χώρα και ο λαός της όχι μόνο δικαιούνται να την καταγγείλουν στη διεθνή κοινότητα, αλλά και να ζητήσουν αποζημιώσεις από όλα τα κράτη, που έχουν εμπλακεί στη δανειακή σύμβαση και κερδοσκόπησαν σε βάρος της χώρας μας. Ανατροπή της δανειακής σύμβασης της 8/5/2010 σημαίνει ταυτόχρονα δυο πράγματα: Αφενός την ακύρωση του συνόλου των μέτρων , πολιτικών και παρεμβάσεων που έγιναν στο όνομά της και συνεχίζουν να γίνονται. Με τον τρόπο αυτό επανερχόμαστε στην κατάσταση πριν από την επιβολή του καθεστώτος επιτήρησης και κηδεμονίας, ώστε να εκτιμήσουμε με νηφαλιότητα την πραγματική κατάσταση του λαού και της χώρας.
Αφετέρου, τη δίωξη των ενόχων και των δωσιλόγων, που συνέργησαν στην επιβολή της δανειακής σύμβασης με τις επώδυνες οικονομικές της συνέπειες.
Kαι φυσικά κοντά στα προαναφερθέντα βασικό πρώτο βήμα – ανάλυση σχετική κάναμε σε ανάλογο άρθρο στις 27,28,30/2010, στο Ολυμπ. Βήμα – για τη σωτηρία της χώρας είναι η άρνηση αναγνώρισης και πληρωμής του δημόσιου « απεχθούς χρέους».
Και τούτο, γιατί η Ελλάδα γι΄ αυτά τα χρέη έχει χρεοκοπήσει 4 φορές και ακόμη και τότε τα χρέη αυτά Δεν διαγράφηκαν. Σύμφωνα με έμπειρους και αμερόληπτους οικονομολόγους τα χρέη αυτά τα έχουμε ξεπληρώσει ως και 140 φορές πάνω από το κεφάλαιο, που δανειστήκαμε!…Η συνεχής όμως κεφαλαιοποίηση των τόκων από τους δανειστές μας, μας υποχρέωνε να πληρώνουμε πανωτόκια πάνω σε πανωτόκια!…Η λεγόμενη «οικονομική βοήθεια» με τα τοκογλυφικά επιτόκια Δεν έχει σκοπό να βοηθήσει την Ελλάδα να μη χρεοκοπήσει. Σκοπό έχει να αυξήσει περισσότερο το δυσβάστακτο χρέος, ώστε να μη μπορέσουμε ποτέ να το ξεχρεώσουμε, με αποτέλεσμα οι δανειστές μας να ελέγχουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές τη χώρας μας.
Κι επομένως όταν λες ότι δεν αναγνωρίζεις το δημόσιο χρέος, δεν είναι μια κουβέντα, που θα ξεχαστεί την επομένη. Είναι κουβέντα κοινωνικής δικαιοσύνης, για να πείσεις επί τη βάσει στοιχείων και τους πιο δύσπιστους μιλώντας τους για άνοιγμα όλων των δημόσιων λογαριασμών του κράτους, κατάργηση κάθε έννοιας δημοσιονομικού απορρήτου και στεγανού, ώστε να δούμε τι έγιναν τα λεφτά, τι κρύβουν οι συμβάσεις δανεισμού και ποιος επωφελήθηκε απ’ αυτές. Και όποιος, νομικό ή φυσικό πρόσωπο έβαλε χέρι ή συνέργησε στη λεηλασία του δημόσιου ταμείου και της δημόσιας περιουσίας, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη Δικαιοσύνη και η περιουσία του να δημευθεί.
Συμπερασματικά η Ελλάδα μπορεί να αρνηθεί το «απεχθές» χρέος της ασκώντας το έννομο δικαίωμα του κυρίαρχου λαού της να μην αναγνωρίσει και να μην πληρώσει ένα χρέος, που δημιούργησαν οι τύραννοι και οι διεφθαρμένες κυβερνήσεις του. Προφανώς αυτό αποτελεί βασική αρχή του διεθνούς δικαίου.
Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο με το ευρώ και την Ε.Ε.; Εδώ αμφιβάλουν αντικειμενικοί οικονομολόγοι αν μπορεί να επιβιώσει πια η Ελλάδα ως ακέραιο και συγκροτημένο κράτος μέσα στην ευρωζώνη και την Ε.Ε. υπό το νέο καθεστώς «οικονομικής διακυβέρνησης» και «συμφώνου ανταγωνιστικότητας», που προωθεί το διευθυντήριο των Βρυξελλών. Στη θέση της πολιτικής ανεπάρκειας και λεβαντινοραγιαδισμού, δεξιού και αριστερού, οφείλουμε να δούμε καθαρά το μόνο εναλλακτικό δρόμο, που έχουμε ως χώρα κι ως λαός. Κι αυτός είναι η έξοδος από το ευρώ και η αποδέσμευση από την Ε.Ε. Εδώ και τώρα πριν είναι πολύ αργά…
0 comments:
Post a Comment