Δεν με εντυπωσιάζει το πόσο βαθιά ανιστόρητος είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Άλλωστε στις 14 Αυγούστου στη Βουλή ο Τσίπρας δήλωσε κάτι ανάλογο όταν είπε, «ούτε μετανιώνω για τον συμβιβασμό έναντι του χορού του Ζαλόγγου.» Προφανώς οι Σουλιώτες που προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό, παρά να γίνουν χανουμάκια του Αλή Πασά δεν είχαν τις ίδιες ευαισθησίες και προτεραιότητες με τον Τσίπρα. Δεν είχαν την διαπεραστική οξυδέρκεια του Αλέξη. Ήταν τόσο άγαρμποι, ξεροκέφαλοι, γραφικοί και εριστικοί, που εκτιμούσαν την ελευθερία τους περισσότερο από τη δουλεία και μάλιστα την εθελοδουλεία.
Αλήθεια, ξέρει άραγες ο Αλέξης τι απέγιναν όσοι Τσίπρες τότε έλεγαν στους αδούλωτους Σουλιώτες, ότι είναι προτιμότερη μια ζωή υποτελούς στον Αλή, παρά ο θάνατος για την ελευθερία της πατρίδας; Ξέρει το ανάθεμα που ανά τους αιώνες συγκεντρώνει το όνομα του Πήλιου Γούση; Θα μους πεις, τον ενδιαφέρει; Όχι, βέβαια. Ποιός Τσίπρας νοιάστηκε ποτέ για την υστεροφημία του. Το μόνο που νοιάζει τους Τσίπρες όλων των εποχών είναι η κονόμα του Πήλιου Γούση και φυσικά η εύνοια του Πασά.
Καλόγερε, τί καρτερεῖς κλεισμένος μὲς στὸ Κούγκι; Πέντε νομάτοι σοῦ ῾μειναν κ᾿ ἐκεῖνοι λαβωμένοι! Κι εἶναι χιλιάδες οἱ ἐχθροὶ ποὺ σ᾿ ἔχουνε ζωσμένον! Ἔλα νὰ δώσεις τὰ κλειδιά, πέσε νὰ προσκυνήσῃς, κι ὁ ἀφέντης ὁ Βελῆ Πασᾶς δεσπότη θὰ σὲ κάμη! Ἔτσι ψηλὰ ἀπ᾿ τὸ βουνὸ φωνάζει ὁ Πήλιος Γούσης. Κλεισμένος μὲς στὴν ἐκκλησιὰ βρίσκετ᾿ ὁ Σαμουήλης, κι ἀγέρας παίρνει τὴ φωνὴ τοῦ Πήλιου τοῦ προδότη.
Έτσι φανταζόταν τη σκηνή ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης κι έτσι πέρασε στη λαϊκή παράδοση και μούσα το Κούγκι. Τι κάνει ο Τσίπρας σήμερα, εκτός από το να παπαγαλίζει τα ίδια με τον Πήλιο Γούση; Η μόνη διαφορά είναι ότι μιλάει εξ ονόματος όχι του Βελή Πασά, αλλά της Μέρκελ.
Τι άλλο κάνει εκτός από το να εκθειάζει τη στάση του Πήλιου Γούση και να απαξιώνει τη θυσία για την ελευθερία είτε στο Κούγκι, είτε στο Ζάλογγο, ή πολύ παλιότερα στις Θερμοπύλες, ή πολύ νεότερα στην εποποιία του Αλβανικού και της εθνικής αντίστασης; Έτσι είναι. Σε κάθε κορυφαία ιστορική στιγμή που οι Έλληνες κλήθηκαν από τα πράγματα να πουν ΟΧΙ και να θυσιαστούν για την ελευθερία μαχόμενοι ενάντια στην απολυταρχία, τον δεσποτισμό και κάθε είδους φασιστικό ολοκληρωτισμό, δίκιο είχαν οι Πήλιοι Γούσηδες, οι Εφιάλτες, οι Τσολάκογλου κι όλοι εκείνοι που ήξεραν την τέχνη του συμβιβασμού και της συνθηκολόγησης.
Αλλά όπως δικαιολογείται πάντα ο εκ φύσεως ηλίθιος κι ο γόνος δοσιλόγων: άλλες εκείνες οι εποχές, άλλες σήμερα. Τότε είχε νόημα ο αγώνας για την ελευθερία, ενώ σήμερα έχει νόημα μόνο ο αγώνας για τον μπεζαχτά. Και μάλιστα για τον μπεζαχτά του μεγάλου αφέντη, του σύγχρονου Σουλτάνου και Πασά. Τι είναι η ελευθερία και η αυτοδιάθεση μπροστά στην εύνοια της Μέρκελ; Πώς αλλιώς ο ανίκανος, ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης, ο θρασύδειλος και ο επιτείδιος θα μπορέσει να πιάσει την καλή, ή έστω να εξασφαλίσει, όπως τα κατοικίδια, κανά ξεροκόμματο για τον εαυτό του; Όντως άλλες εποχές, όπου όλα έχουν αλλάξει κι όλα παραμένουν ίδια κι απαράλλαχτα.
Ούτε αξίζει να ασχοληθεί κανείς με το πόσο εντυπωσιακά αστοιχείωτος είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Το έχουμε επισημάνει επανειλημένα σε ανύποπτους καιρούς. Ιδίως την εποχή που τον προσκυνούσαν όλοι και τον εκθείαζαν ως λαμπρό ειλικρινή νέο, διαφορετικό από τους άλλους, με δήθεν μεγάλες ικανότητες. Πρόκειται παιδιόθεν για ένα χαρακτηριστικό προϊόν του κομματικού σωλήνα, τόσο ανεπρόκοπος και αστοιχείωτος ώστε να διαλέξει την καριέρα της κομματικής αργομισθίας. Πώς θα μπορούσε κανείς να περιμένει κάτι διαφορετικό από μια τέτοια ασημαντότητα;
Και δεν είναι ο μόνος. Η ιστορία διεθνώς έχει αποδείξει ότι όσοι έχουν σαν επάγγλεμα την πολιτική κι όσοι ζουν με την κομματική αργομισθία, είναι οι πιο επιρρεπείς στην εξαγορά από την εξουσία και τα ισχυρά συμφέροντα. Είναι οι πρώτοι που θα ξεπουληθούν και θα προδώσουν θέσεις και αρχές. Ο Γκρούεζας του Μαυρογιαλούρου, που στο ερώτημα "πώς τα βγάζεις πέρα" απαντά με τέτοια φυσικότητα, "μα είμαι του κόμματος!", υπάρχει σαν ιδιαίτερο στρώμα και ευδοκιμεί στην ηγεσία όλων των κομμάτων με επαγγελματικά στελέχη, με κομματικές αντιμισθίες, με πληρωμένες θέσεις που μοιράζει ο κομματικός μηχανισμός. Κάνουν πολιτική επί μισθώσει. Κι αυτό τα λέει όλα.
Όμως, πέρα απ' όλα αυτά, που τα καταλαβαίνει μόνο όποιος έχει στοιχειώδη συνείδηση και νιονιό, εμένα προσωπικά μου έφεραν στο μυαλό μια ιστορία την οποία είχε διηγηθεί ο παππούς μου. Ο παππούς μου, ονόματι Περικλής Σκιαδόπουλος, ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος του παππού για τον οποίο οι περισσότεροι από εμάς είμαστε περήφανοι. Ελαιοχρωματιστής στο επάγγελμα και παρότι αγράμματος ήταν εξαιρετικός στη δουλειά του. Δουλευτής και επινοητικός σε τέτοιο βαθμό, που όσοι τον ήξεραν τον αποκαλούσαν με σεβασμό Μάστορα.
Ο Μάστορας λοιπόν μπορεί να μην πολιτικοποιήθηκε ποτέ στη ζωή του, αλλά ανήκε σε μια γενιά, που δεν μπορούσες με τίποτε να την πείσεις, ούτε καν με τα όπλα και την πείνα, ότι είναι γραφτό της να σκύβει το κεφάλι ταπεινωτικά στον εκάστοτε ισχυρό. Δεν υπήρξε ποτέ αριστερός, ούτε δεξιός. Δεν καταλάβαινε τι σημαίνει αυτός ο διαχωρισμός. Ήξερε μόνο να κρίνει με την κοινωνική μόρφωση της ζωής του. Κι αυτό το αισθητήριο τις περισσότερες φορές, αν δεν το αμβλύνουν οι εμμονές, φυτευτές, ή άλλες, είναι επαρκές και αλάνθαστο.
Ακόμη τον θυμάμαι να κάθεται μαζί με τον αδελφό του κάτω απο την κληματαριά στην αυλή τα καλοκαιριάτικα βράδυα και να παρακολουθεί τις ειδήσεις από την κρατική τηλεόραση του εθνάρχη Καραμανλή. Και μόλις εμφανιζόταν ο εντεταλμένος τηλεσχολιαστής, Δρόσος, αν θυμάμαι καλά τον έλεγαν - ένα είδος Πρετεντέρη και Πορτοσάλτε της εποχής - η κίνηση ήταν αστραπιαία: Να, ρε! Κι άπλωναν τα χέρια τους μαζί σ' αυτή την τόσο χαρακτηριστική και τόσο ελληνοπρεπή χειρονομία αποδοκιμασίας, που έλκει την καταγωγή της τουλάχιστον από το Βυζάντιο.
Ήμουν ο αγαπημένος του εγγονός καθότι πρωτότοκος κι επομένως δεν έχανε την ευκαιρία να με νουθετεί με ιστορίες και παθήματα από τη ζωή του. Μια απ' αυτές ήταν όταν μου μίλησε για ένα νέο Γερμανό, ψηλό, ξανθό με ελληνοπρεπές όνομα - το οποίο δεν μπορώ να θυμηθώ - και άψογα ελληνικά, αν και με ιδιαίτερο γερμανικό τονισμό. Μιλούσε με αγάπη για την Ελλάδα και δεν έχανε την ευκαιρία να απαγγέλει στίχους από τον Όμηρο.
Αν και κατοχή, ο Γερμανός αυτός εύχαρης και ανοιχτός καθώς ήταν, γρήγορα κέρδισε τις συμπάθειες της καλής κοινωνίας της Καλαμάτας. Ήταν πάντα ευπρόσδεκτος στα καλύτερα σαλόνια. Τον θεωρούσαν έναν διαφορετικό Γερμανό. Διαφορετικό από τον πατέρα του, που τότε υπηρετούσε ως διοικητής των μαυροφορεμένων με την νεκροκεφαλή στο πέτο.
Ακόμη κι όταν οι εκτελέσεις ομήρων για να τσακιστεί η αντίσταση του λαού, έγινε σχεδόν καθημερινό φαινόμενο, ο νέος ενθουσιώδης Γερμανός με το ελληνοπρεπές όνομα συνέχιζε να κερδίζει τις συμπάθειες της καλής κοινωνίας. Ο παππούς μου τον συνάντησε τελείως αναπάντεχα, όταν από τον Δήμο Καλαμών τον κάλεσαν να περισυλλέξει το πτώμα συγγενούς του, που εκτελέστηκε αναπάντεχα ως όμηρος.
Πήγε λοιπόν στην τοποθεσία βόρεια του νεκροταφείου, όπου οι ναζί και οι συνεργάτες τους, συνήθιζαν να εκτελούν ομαδικά ομήρους. Καθώς μαζί με άλλους προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν τα πτώματα των συγγενών τους από το σωρό των εκτελέσθεντων, διέκριναν τον νέο Γερμανό με το ελληνοπρεπές όνομα να κυκλοφορεί πάνω από νεοεκτελεσθέντες και να αφουγκράζεται την αναπνοή τους. Κάθε φορά που διέκρινε αναπνοή, έκανε σαν παιδί που κέρδιζε σε παιχνίδι. Καλούσε με φωνές τον Γερμανό αξιωματικό, επικεφαλής του αποσπάσματος, για να αποτελειώσει την εκτέλεση με χαριστική βολή.
Σε μια στιγμή, καθώς έσκυβε πάνω από το σώμα ένος παλικαριού, ένα χέρι τον πιάνει από το πουκάμισο. Ήταν το παλικάρι που δεν είχε ακόμη ξεψυχήσει. Με αχνή φωνή τον ρωτά: "Γιατί;" Κανείς απ' όσους παρακολουθούσαν τη σκηνή, δεν κατάλαβε το νόημα αυτής της ερώτησης, αλλά ο φέρελπις νεαρός Γερμανός με ελληνοπρεπές όνομα τράβηξε μακριά το χέρι που τον είχε αρπάξει και απάντησε: "Γιατί χάσατε και δεν λέτε να το δεχτείτε!"
Μια μαυροφορεμένη που παρακολουθούσε τη σκηνή την άκουσε ο παππούς μου να γριλίζει πίσω από τα δόντια: "κωλόπαιδο!" Κι από τότε ολόκληρη η Καλαμάτα έμαθε να τον αποκαλεί με το μόνο όνομα που αληθινά του ταίριαζε: "Το κωλόπαιδο του Γερμαναρά!"
Ο παππούς μου έμαθε μετά την απελευθέρωση ότι αυτό το κωλόπαιδο του Γερμαναρά, βρήκε οικτρό θάνατο - άγνωστο πώς και από ποιόν - στην Αθήνα. Ο πατέρας του, ανώτερος αξιωματικός των Ες-Ες, τον βρήκε σ' ένα χαντάκι, όπου έμεινε να φυλάει στην αιωνιότητα τους υπονόμους της Αθήνας. Ο ίδιος συνελήφθη από τους παρτιζάνους του Τίτο, καθώς υποχωρούσε μαζί με τη μονάδα του διαμέσου της Γουγκοσλαβίας. Οι παρτιζάνοι τον παρέδωσαν στον κόκκινο στρατό και πέθανε έγκλειστος σε φυλακή για εγκληματίες πολέμου.
Αυτό που θυμάμαι περισσότερο από την όλη ιστορία είναι η αίσθηση δικαίωσης που ένιωθε ο παππούς μου, καθώς έκλεινε την εξιστόρηση λέγοντας: Να αγιάσει το χέρι αυτού που έλιωσε το κεφάλι εκείνου του κωλόπαιδου...
Αυτό που θα ήθελα να μάθω σήμερα είναι μόνο τούτο. Σε τι κατηγορία σαπρόφυτων ανήκουν όσοι σκέφτονται να επιβραβεύσουν με τη ψήφο τους το κωλόπαιδο της Μέρκελ;